29 Μαρτίου 2015

 
 
 
                                                            Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
 

                                           Θέλησα να αποτυπώσω πόσο στο facebook 
                                                             δεν "υπάρχει" η Αλήθεια

 
 Με αφορμή το βιβλίο της :"Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας,(εκδ.Πόλις) ,ένα εντελώς καινούργιο εγχείρημα από εκδοτικής απόψεως,αφού αφορά την ανθολόγηση των αναρτήσεών της στο διαδίκτυο,η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου μιλά στις Διαδρομές για την εποχή του διαδικτύου και τη χρηστικότητά του.
Πώς και γιατί μια μεταφράστρια περνά στη θέση του συγγραφέα;
Πόσο σημαντική είναι η αίσθηση του χιούμορ εντός και εκτός διαδικτύου αλλά και πόσο οι "τοίχοι"του διαδικτύου μπορούν να συγκριθούν με το τυπωμένο χαρτί;
Και,τελικά,η Κρίση πόσο σχετίζεται με την αύξηση των χρηστών του διαδικτύου;

 
«Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθο πλασίας» , ο τίτλος του βιβλίου σας,που αποτελεί μία ανθολόγηση των ποστς σας στο facebook. Τι σας παρακίνησε να μεταφέρετε στο χαρτί τις διαδικτυακές σας αναρτήσεις;
Μετά από 4-5 χρόνια σταθερής χρήσης του facebook, συνειδητοποίησα πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν ούτως ή άλλως, πεδίο «μυθοπλασίας»: καθένας μας πλάθει εκεί έναν εαυτό και μια πραγματικότητα – ομοίως κι εγώ. Επίσης οι σχολιασμοί της πραγματικότητας φέρουν κατεξοχήν τη σφραγίδα της προσωπικής μυθολογίας καθενός. Στο facebook αντιλαμβάνεσαι ξεκάθαρα πόσο δεν «υπάρχει» η Αλήθεια, πόσο ασταθές υλικό είναι. Αυτή την ιδέα θέλησα να αποτυπώσω με έναν τρόπο πιο συνεκτικό –δηλαδή σε ένα βιβλίο– από ό,τι το έκανα κάθε μέρα στις σκόρπιες αναρτήσεις μου.

Πόσο εύκολο είναι να σταχυολογήσει κάποιος όσα γράφει καθημερινά στο διαδίκτυο; Με ποιο κριτήριο κάνατε τις επιλογές σας;

Αν εξαιρέσει κανείς το ατέλειωτο scrolling (αφού δεν είχα τα κείμενά μου συγκεντρωμένα πουθενά παρά μόνο διάσπαρτα στον «τοίχο» μου), δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, εφόσον είχα ένα λίγο-πολύ συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό σχέδιο κατά νου για το τι θα είναι το βιβλίο. Επέλεξα αυστηρά εκείνα τα κομμάτια που μπορούσαν να οικοδομήσουν αυτό που ήθελα – την προσωπική μου μυθολογική πραγματικότητα. Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά σε «επίκαιρα» γεγονότα. Τα επίκαιρα χάνονται μαζί με τον χρόνο. Είναι ευχάριστα ανησυχητικό το πώς δεν μπορείς να επιστρατεύσεις αυτό που κατεξοχήν θεωρούμε «πραγματικότητα» (δηλαδή τα γεγονότα) για να φτιάξεις το πορτρέτο της. Είναι δύο τελείως διακριτά πράγματα η επικαιρότητα και η πραγματικότητα. Η πρώτη ανήκει δικαιωματικά στη δημοσιογραφία. Η δεύτερη, στη λογοτεχνία.


Η πλειονότητα των κειμένων έχουν έντονη χροιά χιούμορ και αυτοσαρκασμού.Πόση ανάγκη έχει ο αναγνώστης αλλά και ο χρήστης του διαδικτύου από χιούμορ;

Το χιούμορ έχει την ευλογημένη ιδιότητα να σχετικοποιεί τα πάντα, και ιδίως τον εαυτό μας. Μας κάνει τη χάρη να μας πετάει έξω από το κέντρο του κόσμου, όπου νομίζουμε ότι βρισκόμαστε και να μας κάνει καλύτερους παρατηρητές, άρα, νομίζω, και αναγνώστες.
Είναι μια γενικότερη στάση ζωής το χιούμορ. Δεν είναι καθόλου το ίδιο με την «πλάκα», που μπορείς να πεις ότι δεν χωράει σε όλες τις περιστάσεις. Η υπαινικτικότητα, για παράδειγμα, λειτουργεί σαν προτροπή για δημιουργική ανάγνωση και ερμηνεία. Για μένα, ως αναγνώστρια κατ’ αρχήν, αυτό είναι τεράστιο προσόν σε ένα κείμενο.

Δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω την γλωσσοπλαστική δεινότητά σας, πάντα με άξονα το χιούμορ: για παράδειγμα, λέξεις-νεολογισμοί όπως: ραφιάνος,συναγχωμένη,διαπληκτρισμός,δείχνουν άριστη γνώση της γλώσσας.Πώς μια πολυβραβευμένη μεταφράστρια,αποφάσισε να περάσει στο χώρο της συγγραφής;
Νομίζω πως όλα τα ωραία πράγματα (πρέπει να) ξεκινούν ως παιχνίδι, και στη συνέχεια να διατηρούν αυτή την αίσθηση που έχουν για το παιχνίδι τα παιδιά: ένα εξόχως σοβαρό, χαρούμενο ξεμυάλισμα. Κάπως έτσι έβλεπα ανέκαθεν τη δουλειά μου, που είναι η γλώσσα. Το παιχνίδι μαζί της είναι αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητάς μου, ένα είδος επαγγελματικής παραμόρφωσης. Η γλώσσα φτιάχνει την αντίληψή μας και αντιστρόφως, άρα «πειράζοντας» τη γλώσσα, δημιουργείς κατά κάποιον τρόπο
και νέα πεδία αντίληψης του κόσμου. Πάντως η απόφαση δεν ήταν και τόσο εύκολη. Έχοντας συνηθίσει στον υπέροχο ρόλο της σκιάς των συγγραφέων, η μετάβαση στο προσκήνιο (και μάλιστα με ένα μάλλον ακατάτακτο βιβλίο) έγινε μετά από μεγάλο δισταγμό.

Αλήθεια,σε ποιο λογοτεχνικό είδος εντάσσεται(τε) το βιβλίο σας;
Αυτό παραμένει μυστήριο! Οι Αγγλοσάξωνες έχουν εισαγάγει εδώ και πολύ καιρό την έννοια του flash fiction – πεζά μικρής και πάρα πολύ μικρής (αστραπιαίας) φόρμας, και πιθανώς αυτό το είδος να γειτνιάζει περισσότερο με τη μορφή των κειμένων του βιβλίου. Ώσπου όμως να εμφανιστούν και άλλα παρόμοια δείγματα, μάλλον το είδος θα παραμείνει μακαρίως αβάπτιστο.

Εσείς πώς χρησιμοποιείτε το facebook και γιατί; Σε τι σας "χρησιμεύει";
Είναι ένα μεγάλο παράθυρο με γερή σήτα και, εφόσον το επιλέξω, διπλά τζάμια και βαριές κουρτίνες. Είναι ενα μεγάλο θέατρο όπου ποτέ δεν ξέρεις τι ακριβώς έργο θα δεις. Είναι επίσης, για μένα προσωπικά, και κάτι σαν σημειωματάριο ή ημερολόγιο. Είναι πεδίο επικοινωνίας, επαφής, πλάκας ενίοτε. Ως ένθερμη οπαδός του γραπτού λόγου, βρίσκω ότι μου ταιριάζει πολύ περισσότερο από ό,τι, ας πούμε, το τηλέφωνο. Τέλος χρωστώ χάρη στους διαδικτυακούς μου φίλους που γίνονται για μένα, εκτός των άλλων, και ένα πολύτιμο φίλτρο ενημέρωσης για τα τρέχοντα.

Κρίση και χρήση του διαδικτύου: θέλετε να το σχολιάσετε;
Βλέπω τα δύο αυτά εν πολλοίς ως συγκοινωνούντα δοχεία. Προφανώς, η κρίση είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και επιπτώσεις, ταυτόχρονα όμως, όπως όλα τα πράγματα ήταν και θέμα πρόσληψης. Το διαδίκτυο είναι αλήθεια πως όξυνε τα πνεύματα. Η ευχέρεια της ανταλλαγής απόψεων μετατράπηκε σε ευχέρεια ανταλλαγής ύβρεων και εν συνεχεία σε σύμπηξη θεωρητικών στρατοπέδων (του καναπέ), που απλώς αλληλοτροφοδοτούνταν με αντιπάθεια και δηλητήριο. Διαβάζω συχνά πως έτσι «ξέρουμε πλέον ποιος είναι τι», και ομολογώ ότι με ανατριχιάζει ο απειλητικός τόνος της διαπίστωσης.

Τελικά,το χαρτί ή ο "τοίχος" που ποστάρουμε έχει μεγαλύτερη αίγλη; Είναι συγκρίσιμα;
Φυσικά το χαρτί! Μακράν. Έστω και αν έχει κανείς χιλιάδες «φίλους» και εκατοντάδες «like», ο τυπωμένος στο χαρτί λόγος διατηρεί σχεδόν την ίδια μαγική βαρύτητα που είχε από την εποχή του Γουτεμβέργιου. Είναι πολύ νεαρά ακόμα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να συγκριθούν με το βιβλίο. Κατά τη γνώμη μου, αποτελούν αφορμή δημιουργίας, μια πλατφόρμα, ακόμα και τόπου εξόρυξης υλικού δημιουργίας. Αλλά το όποιο υλικό, αν θέλει να έχει υπόσταση, αν θέλει να συνιστά έναν «κόσμο», απαιτεί μια δομή, αρχή, μέση και τέλος. Αυτό κάνουν τα βιβλία.

Θέλετε να μας μιλήσετε για τα επόμενα συγγραφικά και μεταφραστικά σας σχέδια;
Σχέδια μπορώ να κάνω μόνο για τη δουλειά μου, που είναι η μετάφραση. Περιμένω με ανυπομονησία, σε λίγες μέρες, να κυκλοφορήσει το
Η Δύναμις και η Δόξα, του Γκράχαμ Γκρην, ένα πολύ σπουδαίο βιβλίο, από τις εκδόσεις Πόλις. Στα σκαριά έχω, επίσης για τις εκδόσεις Πόλις, το Ομαδικό Πορτρέτο με Κυρία, το opus magnum του Χάινριχ Μπελ, ενώ ετοιμάζω και για τις εκδόσεις Πατάκη μια συλλογή κριτικών δοκιμίων του Ντάνιελ Μέντελσον, με θέματα που ξεκινούν από τον Ρεμπό και φτάνουν, με την ίδια εκπληκτική διεισδυτικότητα, έως το Άβαταρ του Κάμερον. Ως προς τη συγγραφή, επαφίεμαι στην φιλανθρωπία των πραγμάτων να μου υποδείξουν, αν θέλουν, το επόμενο βήμα.


 
 
Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Το Παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίαςΠόλις, 2014, σελ. 191



Ως δόκιμη και πολύπειρη μεταφράστρια, η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου ανατέμνει με χειρουργική ακρίβεια τη γλώσσα, την αναποδογυρίζει, την υποβάλλει σε ακραίες δοκιμασίες· όχι βέβαια πως την αντιμετωπίζει ως πτώμα, κατάλληλο μονάχα για δεξιότεχνες τομές και ταριχευτικές ασκήσεις. Κάθε άλλο· τη γλώσσα την κυρώνει και την τιμά, κυρίως όμως την αντιμετωπίζει ως δραστήριο και απρόβλεπτο συμπαίκτη, με τον οποίο μπορεί κανείς να σκαρώσει σκανταλιές και συνωμοτικές αποδράσεις από τη συμβατικότητα, να στήσει παγίδες στην τυπική, καθημερινή λογική. Ολο αυτό το κλίμα της ευφρόσυνης συμβίωσης με έναν απαιτητικό αλλά και γενναιόδωρο συγκάτοικο, το αποτυπώνει σαφώς στο παρόν πεζογράφημα, το πρώτο που την εισάγει στη βιβλιαγορά με την ιδιότητα της συγγραφέως και όχι της μεταφράστριας. Στην ουσία, πρόκειται για μικρά κείμενα αναρτημένα στον «τοίχο» της, στην αρένα του facebook, ενός από τα λεγόμενα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης» που περισφίγγουν τη σύγχρονη διαπροσωπική επικοινωνία και με τη διαδραστική λειτουργία τους αποκαλύπτουν - ή επινοούν - παράλληλους κόσμους.(Λίζυ Τσιριμώκου,Το Βήμα)


 
Αν η πρώτη ενότητα δίνει τον τόνο και εισάγει τον εαυτό της και τον «άλλο εαυτό» της (1. «Το πρώτο πρόσωπο»), ακολουθούν τα πράγματα (2. «Αυτά») και τα πρόσωπα (3. «Αυτοί»), συμπρωταγωνιστές της σε μια «τρελή» καθημερινότητα, που δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τη μυθοπλασία. Επονται λοξές ματιές στο εργαστήρι της δουλειάς της (4. «Της μετάφρασης»), τον χρόνο (5. «Εντοιχισμένη ενηλικίωση»), προσπάθειες εμπλουτισμού των λεξικών με εξαίρετα παραδείγματα πορτμαντό λέξεων (6. «Εκτός λεξικού») και, τέλος, μεγαλύτερες και συναρπαστικότερες αφηγηματικές ενότητες (7. «Ιστορίες από το Σαχλαμαράν»). Κυριολεξία και μεταφορά αντιμεταθέτουν τη λειτουργία τους, οι μηχανισμοί της αβλεψίας και του λάθους κυριαρχούν, οι ελεύθεροι συνειρμοί απογειώνονται.
"Σε μια λογοτεχνία όπου το χιούμορ μάλλον αποφεύγεται, δεν μπορεί παρά να υποδεχθεί κανείς με κάποια ανακούφιση τους θραυσματικούς αυτοσχεδιασμούς και τους εύστοχους αφορισμούς της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου
Αριστοτέλης Σαίνης(efsyn)
 

Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας" είναι ένα υπέροχο (και ιδιαίτερα πνευματώδες) βιβλίο, στο οποίο μπορείς να επανέρχεσαι από καιρού εις καιρόν, διαβάζοντας ένα λήμμα, μια "απογειωμένη" πρόταση, μια σελίδα. Τίποτα δεν είναι τυχαίο σ'αυτή την έξοχη κατασκευή, ενώ οι επιλογές των κειμένων (που αρκετά ή ενδεχομένως τα περισσότερα από αυτά είχαν "δημοσιευτεί" στο Facebook της συγγραφέως) είναι ευρηματικές και ακριβείς.(librofilo)

Έξοχο,σύγχρονο,ευρηματικό.Μια άριστη γνώστις της γλώσσας μας χαρίζει αναγνωστική απόλαυση-είτε ασχολούμαστε είτε όχι με την κοινωνική δικτύωση.
Χαριτίνη Μαλισσόβα
 
 

Βιογραφικό
Η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969 και σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο της Konstanz, στη Γερμανία. Ασχολείται επαγγελματικά με τη μετάφραση και την επιμέλεια από το 1994. Παράλληλα έχει διδάξει επί πολλά χρόνια αρχαία ελληνικά σε μαθητές, ελληνικά σε ξένους και μετάφραση στο ΕΚΕΜΕΛ. Έχει στο ενεργητικό της πάνω από 30 μεταφράσεις, από τα αγγλικά και τα γερμανικά, που περιλαμβάνουν συγγραφείς όπως ο Κάφκα, ο Τουέιν, ο Στίβενσον, ο Κόου, ο Βιντάλ, ο Χάξλεϊ, ο Ντόκτοροου κ.ά., και συνεργασίες με πολλούς εκδοτικούς οίκους. Το 2011 τιμήθηκε από το ΕΚΕΜΕΛ με το Βραβείο Αγγλόφωνης Μετάφρασης για το βιβλίο "Χαμένοι",του Ντάνιελ Μέντελσον.

24 Μαρτίου 2015

                                                             Αννίτα Παναρέτου




 " Απόδειξη της μητρικής αγάπης 
η σωματική, κυρίως όμως ψυχική και νοητική διαθεσιμότητα"




Με αφορμή το αυτοβιογραφικό βιβλίο της με τίτλο "Ψυχής Εγκώμιον"(Βιβλιοπωλείον της Εστίας), που περιγράφει τη γεμάτη κλυδωνισμούς σχέση της με την μητέρα της,
η Αννίτα Παναρέτου μιλά στις Διαδρομές για τα κοινά στοιχεία που βρίσκει  ο αναγνώστης  στη σχέση με τη δική του μητέρα αλλά και για το "αλάθητο" που δεν μπορεί να διεκδικεί κανένας γονιός.
Με τον εφιάλτη της σύγχρονης μάστιγας που λέγεται άνοια να χτυπά τη μητέρα της,αναφέρεται στα προβλήματα και στο κόστος που επιφέρει η ασθένεια αυτή στην οικογένεια.
Πόσο η ίδια μοιάζει  στην μητέρα της και πόσο εύκολο είναι να αποφύγουμε να μιμηθούμε συμπεριφορές των γονιών μας,όσο κι αν το επιθυμούμε;
Ο ρόλος της ψυχανάλυσης πόσο μπορεί να μας βοηθήσει να επουλώσουμε τις πληγές που ηθελημένα ή άθελα αφήνουν οι γονείς μας και ,τελικά, ποια είναι εκείνα  τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την ουσιαστική μητρική αγάπη;


 «Ψυχής Εγκώμιον» ο τίτλος του βιβλίου σας. Μιλάτε με άξονα τη σχέση σας με τη μητέρα σας. Πέστε μας για αυτήν ειδικά τη σχέση μητέρας-κόρης και για τα δικά σας ανάμεικτα συναισθήματα...
-Στην περίπτωσή μου υπήρχε μια αξιόλογη, χαριτωμένη γυναίκα, που, ατυχώς για μένα, δεν ανταποκρίθηκε στον ρόλο της μητέρας που εγώ είχα ανάγκη –προσπάθησε να αντιμετωπίσει προσωπικές ανασφάλειες που ποτέ της δεν συνειδητοποίησε, με μια τυραννική κτητικότητα, τελείως ασύμβατη με τη δική μου ιδιοσυγκρασία. Η συμπεριφορά της, συχνά ανακόλουθη, είχε ως αποτέλεσμα μια βασανισμένη σχέση, γεμάτη αντιφάσεις και γι΄αυτό γεμάτη κλυδωνισμούς. Από τον παράδεισο στην κόλαση και αντιστρόφως.   Μπόρεσα όμως (παρότι χρειάστηκαν δεκαετίες) να επεξεργαστώ αυτή τη σχέση, να αποφορτιστώ από τον θυμό που κουβαλούσα μέσα μου από παιδί και να «συμφιλιωθώ» με τη μητέρα μου (έστω και μονομερώς, καθώς η ίδια, πάσχοντας από άνοια, δεν είχε επίγνωση ούτε συμμετοχή),πριν πεθάνει.

Η λογοτεχνική αξία του βιβλίου είναι αδιαμφισβήτητη και ξεπερνά τη δική σας κατάθεση ψυχής, αφού ο αναγνώστης βρίσκει στοιχεία της δικής του μητέρας,ανεξάρτητα αν η σχέση του με αυτή ήταν οδυνηρή ή καλή.  
 - Ήξερα ότι ο αναγνώστης θα αναγνώριζε οικεία στοιχεία μέσα στο Ψυχής Εγκώμιον. Δεν περίμενα όμως ότι θα υπήρχε τόση ταύτιση, ακόμα και σε περιπτώσεις διαφορετικές από τη δική μου, ακόμα και με άνδρες αναγνώστες. Μισοαστεία μισοσοβαρά, τείνω να πιστέψω ότι η μητέρα μου ως προσωπικότητα και η σχέση μου μαζί της είχαν τέτοια πολυπλοκότητα, ώστε να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του σχετικού φάσματος…

Μήπως, τελικά, η κάθε μητέρα περνά από στάδια σταδιακής αμφισβήτησης της παντοδυναμίας της; 
-Φυσικά ναι, και αυτή είναι η φυσιολογική εξέλιξη. Αυτό πρέπει να συμβεί, γιατί αλλιώς τα παιδιά «ευνουχίζονται». Στην αρχή της ζωής μας δεν έχουμε επίγνωση του εαυτού μας ως αυτόνομης οντότητας. Είμαστε η μητρική συνέχεια. Μεγαλώνοντας όμως πρέπει να απογαλακτισθούμε, με δυο λόγια να γίνουμε ο εαυτός μας. Στην αντίθετη περίπτωση μάλλον έχουμε να κάνουμε με αναπηρία.

 Η εξάρτηση των παιδιών από τους γονείς τους, θεωρείτε ότι είναι θέμα της διαπαιδαγώγησής τους; Δεν πρέπει να απεγκλωβίζονται από αυτή και να ανοίγουν τα δικά τους φτερά;
-Η απάντησή μου στην προηγούμενη ερώτηση καλύπτει και αυτήν εδώ. Αυτός είναι ακριβώς ο ρόλος των γονιών: να ετοιμάσουν τα παιδιά τους για να ανοίξουν τα δικά τους φτερά. Και αυτή η ετοιμασία είναι ταυτόσημη με την συναισθηματική ασφάλεια που καθιστά ένα παιδί ικανό να βγει στον κόσμο και να τον αντιμετωπίσει. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα, η πρόκληση για έναν γονιό. 

Πόσο μπορεί να μας βοηθήσει η ψυχανάλυση για να λύσουμε τα «θέματα» της παιδικής μας ηλικίας;   
 -Πιστεύω πολύ. Ακόμα περισσότερο επειδή πρόκειται για θέματα της παιδικής ηλικίας, αφενός διότι η επίδρασή τους είναι καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία μας, αφετέρου διότι η αναγνώρισή τους χωρίς τη βοήθεια του ειδικού είναι δυσχερέστερη, αφού «αναδύονται» από μια μακρινή εποχή την οποία αδυνατούμε ή δυσκολευόμαστε να θυμηθούμε.Προφανώς όμως υπάρχουν ορισμένες βασικές προϋποθέσεις, όπως ο σωστός αναλυτής και ο βαθμός επιθυμίας και θέλησης του αναλυόμενου να συνεργαστεί ουσιαστικά.

 Η μητέρα σας έπασχε από άνοια, σύγχρονη μάστιγα της τρίτης ηλικίας στην εποχή μας. Θέλετε να μας σκιαγραφήσετε την εμπειρία σας;   
-Θα την χαρακτήριζα εφιαλτική, για τα δικά μου μέτρα και δεδομένης της ιδιάζουσας σχέσης αλληλεξάρτησης που είχαμε οι δυο μας. Αναμφισβήτητα είναι μια πολύ μεγάλη δοκιμασία, η οποία γίνεται μεγαλύτερη όσο η κατάσταση επιδεινώνεται και όταν ο πάσχων εξακολουθεί να συμβιώνει με τους δικούς του ανθρώπους. Εκεί δημιουργείται και το δίλημμα: κατά πόσον είσαι διατεθειμένος να συνεχίσεις την συγκατοίκηση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη ζωή τη δική σου και της υπόλοιπης οικογένειας. Και συνεπάγεται πολλά, δυστυχώς…Εγώ είχα την κατανόηση και τη στήριξη της οικογένειάς μου και δεν απόθεσα την μητέρα μου σε κάποιο ίδρυμα. Παράλληλα όμως κατέβαλα το τίμημα, καθώς προσπαθούσα και τη μητέρα μου να φροντίσω και την οικογένειά μου να κρατήσω μακριά από τις εκδηλώσεις της ασθένειας και, παράλληλα, να βρίσκομαι και κοντά της και κοντά τους –δεν ήταν ούτε εύκολος ούτε πάντα κατορθωτός ο συγκερασμός.

Φιλοσοφικές αναζητήσεις και κατάθεση ψυχής καλύπτουν μεγάλο μέρος του βιβλίου σας, αγγίζοντας πολλές πτυχές της ζωής σας, όπως ο έρωτας και η δική σας οικογένεια.   Όλα είναι συνυφασμένα με τη μητέρα σας, και αν ναι, με ποιον τρόπο και σε ποιο βαθμό; 
  -Αν η μητέρα μου δεν ήταν αυτή που υπήρξε, δεν θα ήμουν κι εγώ αυτή που είμαι. Αν η σχέση μαζί της ήταν άλλη, αν η ανατροφή που μου έδωσε και η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία μεγάλωσα ήταν άλλες, σίγουρα η ζωή μου θα ήταν διαφορετική, το ίδιο και οι αντιλήψεις μου, και, κατά συνέπεια, ένα μεγάλο μέρος των επιλογών μου.

 Στο τέλος του βιβλίου παραδέχεστε ότι διαπιστώνετε πως μοιάζετε στη μητέρα σας, παρόλο που σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης δεν κρύβετε τη δυσαρέσκειά σας για τη συμπεριφορά της απέναντί σας. Σας αρέσει που συμβαίνει αυτό; 
-Μάλλον δεν θα έλεγα ότι μου αρέσει –ούτε και ότι δεν μου αρέσει- γενικώς και αορίστως (ασφαλώς και μου αρέσουν όσα καλά μου έχει κληροδοτήσει, αλλά η αίσθηση ότι όσο περνά ο χρόνος της μοιάζω, είναι διαφορετική από τη διαπίστωση μερικών επιμέρους ομοιοτήτων). Θα έλεγα ότι με εντυπωσιάζει βαθιά, ή και ότι με συγκινεί. 

 Πιστεύετε πως αποφύγατε τα λάθη της μητέρας σας στα δικά σας παιδιά; 
-Προσπάθησα να τα αποφύγω και νομίζω ότι εν πολλοίς το κατόρθωσα (αν και σκέφτομαι ότι ίσως, σε μερικές περιπτώσεις, έφτασα στο άλλο άκρο). Αλλά -όπως όλοι- έκανα άλλα λάθη, τα δικά μου λάθη. Το αλάθητο δεν ισχύει στην περίπτωση της μητρότητας (και της πατρότητας, βέβαια). Και είναι λογικό αυτό, από τη στιγμή που στη σχέση γονιών-παιδιών ενέχονται διαφορετικές προσωπικότητες, με διαφορετικές ανάγκες και αντιδράσεις. Εξ ου και οι διαφορές χαρακτήρα ανάμεσα στα αδέλφια που γεννήθηκαν από τους ίδιους γονείς και μεγάλωσαν στο ίδιο σπίτι, οι οποίες (λανθασμένα) θεωρούνται από πολλούς ως ανεξήγητες.

 Αποδείξεις, ουσίας, της μητρικής αγάπης προς το παιδί:Ποιες ιεραρχείτε εσείς;   
 -Την κατά το δυνατό αδιάκοπη διαθεσιμότητα, σωματική, κυρίως όμως ψυχική και νοητική. Δηλαδήνα έχουμε τα αυτιά μας ανοιχτά, να είμαστε πρόθυμοι να συζητήσουμε, να θυμηθούμε τη δική μας παιδική/εφηβική/νεανική ηλικία, να αποφύγουμε την υπεροψία της αυθεντίας, να κρίνουμε αλλά να μην γινόμαστε άτεγκτα/εισαγγελικά καταδικαστικοί, να είμαστε κοντά όταν τα παιδιά λαθεύουν και αποφασισμένοι να παραδεχτούμε το δικό μας μερίδιο ευθύνης γι΄αυτά τα λάθη. Αυτή είναι, πιστεύω, μια αγάπη γόνιμη, ικανή να κάνει καλύτερους κι εμάς τους ίδιους.


Ψυχής Εγκώμιον,Αννίτα Παναρέτου,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Μια επώδυνη προσωπική ανασκαφή με άξονα τη σχέση μητέρας-κόρης


Το βιβλίο αυτό είναι ένα ιδιωτικό προσκυνητάρι· μια αναθηματική πλάκα στην απουσία, ένα εκτενές επιτύμβιο. Και μαζί, είναι μια εκ βαθέων προσωπική εξομολόγηση, η αποτύπωση μιας επώδυνης ψυχικής ανασκαφής: η Αννίτα Παναρέτου μιλάει για τη δύσκολη σχέση με τη μητέρα της και μιλώντας γι’ αυτήν ξετυλίγει τη διαδρομή της δικής της μεταμόρφωσης, της μετάβασης «απ’ αυτό που ήμουν ή που ήθελα να είμαι», καθώς γράφει, «σ’ αυτό που προσπάθησα ή που μπόρεσα να γίνω»· αναψηλαφώντας τα ίχνη αυτής της σχέσης στο ψυχικό της πεδίο και τη διαδικασία αποκρυπτογράφησής τους συνθέτει ένα βιβλίο απροκάλυπτα εξομολογητικό και εξαιρετικά ανταποδοτικό: Ο αναγνώστης μοιράζεται την οδύνη αλλά και την απελευθερωτική ευφορία της αυτοαποκάλυψης, αναγνωρίζοντας κομμάτια της ζωής και της εμπειρίας του. Γιατί, ακόμη κι αν τα εξιστορούμενα γεγονότα αποκλίνουν σημαντικά από το βίωμά του, η σχέση με τη μητέρα, τη δοτική, την τρυφερή, την κατανοητική, αλλά και την καταβροχθιστική, την απειλητική, την υπερπροστατευτική, την επικριτική, την παθητική, την απούσα (διαλέγουμε και παίρνουμε) μητέρα είναι αρχέτυπη, παντοδύναμη, πανταχού παρούσα.(Κατερίνα Σχινά,Καθημερινή)



Πώς ακριβώς όμως γράφεται ένα κείμενο πορείας προς την αυτογνωσία; Η Παναρέτου χρησιμοποιεί, όπως είναι αναμενόμενο, το πρώτο ενικό, παρεμβάλλει ωστόσο στις διηγήσεις της και άλλα στοιχεία: ημερολογιακές σημειώσεις που κράτησε σε προγενέστερο χρόνο για τα διατρέξαντα, αποσπάσματα συνομιλιών της με την ψυχαναλύτρια η οποία την παρακολούθησε για ένα διάστημα, όπως και μια αφήγηση της μητέρας για τα δικά της παιδικά χρόνια και τον πρώτο της έρωτα. Η τελευταία είναι βεβαίως και το ύπατο τεκμήριο για την κατάκτηση της αυτογνωσίας: η πιο δραστική μέθοδος προκειμένου να μας πείσει η συγγραφέας για το ποιόν της εξομολόγησής της. Αναλόγως πειστικές βρίσκω και τις σελίδες όπου γίνεται λόγος για τους δεσμούς που θα αναπτύξει η κόρη τόσο με τον φυσικό της πατέρα όσο και με τον πατριό της. Θα συμβάλουν αμφότεροι, με τη μετριοπάθεια και τη στοχαστική τους διάθεση, στη συντήρηση της φλόγας της ελευθερίας σε μιαν εποχή που δεν θα επιτρέψει ούτε μία υπόνοια ελευθερίας. Και αυτό θα δώσει στο βιβλίο της Παναρέτου ένα επιπλέον συγκινησιακό βάρος. (Β.Χατζηβασιλείου,Το Βήμα)
Ένα εξαιρετικό αυτοβιογραφικό βιβλίο,με αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική αξία στο οποίο κάθε αναγνώστης βρίσκει στοιχεία της σχέσης του με τη δική του μητέρα.
Ένα βιβλίο- ερέθισμα για την προσωπική μας ανασκαφή.
Χαριτίνη Μαλισσόβα.
 


Βιογραφικό

Η Αννίτα Π. Παναρέτου γεννήθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε αγγλική και ελληνική φιλολογία. Έλαβε το διδακτορικό της δίπλωμα από τη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Έχει δημοσιεύσει μελέτες για πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ενώ αφιέρωσε πολλά χρόνια στη μελέτη της ελληνικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Έργα της σε αυτοτελείς εκδόσεις είναι: "Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, συνολική θεώρηση του έργου του", (βραβείο Ακαδημίας Αθηνών),
Επικαιρότητα, 1990, 
"Εργογραφία-βιβλιογραφία Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου 1916-1982", Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 1990, 
"Μια ιστορία καλοκαιρινή", παιδικό αφήγημα, Καστανιώτης, 1992, "Ελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία (επιμ.)", 5 τόμοι, Επικαιρότητα, 1995, "Παντελής Πρεβελάκης, οι δρόμοι του ζωντανού χρόνου", Καστανιώτης, 1996, 
"Ελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία", Σαββάλας, 2002, 
"Η ηδονή και η οδύνη των βιβλίων: Χρυσοστόμου Γανιάρη βίος και έργα", Ε.Λ.Ι.Α., 2002. 
Έχει μεταφράσει δοκίμια και μυθιστορήματα, στα οποία περιλαμβάνονται:
 Eric Ambler, "Υπόθεση Ντελτσώφ", Κριτική, 1989, Paul Kennedy, 
"Η άνοδος και η πτώση των μεγάλων δυνάμεων: οικονομική μεταβολή και στρατιωτική σύγκρουση από το 1500 ως το 2000", Αξιωτέλλης, 1990, William Golding, "Το κωδωνοστάσιο", Ζαχαρόπουλος, 1991.

9 Μαρτίου 2015


 

 
                                                                Άκης Παπαντώνης
                                            

                                                   Τα πρώτα βιώματα είναι καθοριστικά.
                           Η μνήμη αποκτά τα πρώτα φίλτρα που συμπληρώνει η εμπειρία
 


Ο Άκης Παπαντώνης μιλά στις Διαδρομές για το πρώτο του βιβλίο με τίτλο "Καρυότυπος"που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.
Με τη μοναξιά να διατρέχει τον ήρωά του ,αναλύει την εσωστρέφεια του σημερινού ανθρώπου,αναφέρεται στους οικονομικούς -και όχι μόνον-μετανάστες,στην αναζήτηση της στοργής στη διάρκεια της ζωής μας αλλά και το κυνήγι της ευτυχίας.Ως εκπρόσωπος της γενιάς των 30 και κάτι, μιλά για τις προσδοκίες της,το ρόλο της στην κοινωνική δικτύωση ενώ δεν παραλείπει τους λογοτέχνες που θαυμάζει και που επηρέασαν τη γραφή του.
 

"Καρυότυπος" ο τίτλος του πρώτου σας βιβλίου, μια καλοδουλεμένη νουβέλα με κεντρικό ήρωα έναν Έλληνα μοριακό βιολόγο-ερευνητή. Θέλετε να μας μιλήσετε γι’ αυτό;
Καρυότυπος ονομάζεται η κυτταρολογική τεχνική μέσω της οποίας μπορεί να απεικονιστεί το συνόλο των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου. Για τη νουβέλα μου ο όρος αυτός αποτελεί τόσο τον τίτλο όσο και τη ραχοκοκκαλιά της αφήγησης: ένας μοριακός βιολόγος μετακομίζει από την Αθήνα στην Οξφόρδη για να εργαστεί σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα. Εκεί, ξένος μεταξύ ξένων, μέσα από τα πειράματά του αναζητά απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βασανίζουν. Είναι η στοργή εγγενές ή επίκτητο χαρακτηριστικό; Είναι η μοναξιά επιλογή ή αναπόδραστη ανθρώπινη συνθήκη; Πότε απαλλάσσεται κανείς από το βάρος των πρώτων βιωμάτων;

Πρόθεσή μου, κατά τη σύνθεση των δεκαεννέα χιλιάδων λέξεων του βιβλίου ήταν ένα σχόλιο για τη ρίζα της εσωστρέφεια της σύγχρονης ζωής—για τον ίλιγγο του να είσαι «μόνος ανάμεσα σε πλήθος (μόνων)» και το βάρος των πρώτων βιωμάτων. Έτσι, καθώς διατρέχουμε χρωμόσωμα-χρωμόσωμα τον «καρυότυπο» του ήρωα, προσπάθησα να ανασυστήσω την αναμέτρηση ενός ανθρώπου που παραμένει παρατηρητής της ζωής του με τις ρίζες του, τη χώρα στην οποία ζει, τη χώρα την οποία άφησε, τη γλώσσα, την εικόνα του εαυτού του, την οικογένειά του, το άλλο φύλο, τις επινοημένες μνήμες και τις ενοχές του, με τα βαθιά χαραγμένα βιώματα ενός «ορφανού του Τσαουσέσκου»—με όλα όσα ναρκοθετούν την προσπάθειά του να αντιπαρατεθεί στον εαυτό του και να αντιμετωπίσει τις εμμονές και τις βεβαιότητές του.

 

Η μοναξιά και το αδιέξοδο πλαισιώνουν τον ήρωά σας, τον Ν., στον οποίο μάλιστα δεν δίνετε παρά μόνο το αρχικό του ονόματός του. Μιλάτε για τους μετανάστες που δεν είναι παρά μόνον αριθμοί και αρχικά γράμματα στις χώρες υποδοχής;
Ο Ν. δεν αποτελεί μετανάστη που ξεβράστηκε σε μία χώρα υποδοχής. Κουβαλά όμως χαρακτηριστικά μετανάστη σε πολλά επίπεδα: επιστημονικός μετανάστης από την Αθήνα στην Οξφόρδη, ακουσίως μετανάστης από κάποιο ρουμάνικο ορφανοτροφείο σε μια ελληνική ανάδοχη οικογένεια, αγωνιώδης μετανάστης από το τοπίο των αναμνήσεών του στην ψυχαναγκαστική καθημερινότητα που χτίζει για τον εαυτό του – εν ολίγοις υπεράριθμος σε οποιονδήποτε τόπο και χρόνο, ακόμα κι εντός του ίδιου του του σώματος.

 

Η μητέρα του ήρωά σας φαίνεται να είναι το μοναδικό σημείο της επαφής του με ό,τι θα λέγαμε «ανθρώπινο». Τελικά, η στοργή –περιλαμβανομένης της μητρικής στοργής- είναι μονίμως το ελλείπον στοιχείο της ζωής;
Δεν είμαι βέβαιος. Δεν έχω απάντηση εν ονόματι της πραγματικότητας. Σε ό,τι αφορά στον ήρωα του «Καρυότυπου» πάντως, η αντίφαση ανάμεσα στην έλλειψη στοργής (όταν ήταν στο ορφανοτροφείο) και στην όψιμη υπερπροσφορά της (αφού υιοθετήθηκε) είναι η γενεσιουργός αιτία των επιλογών του.

 

Πιστεύετε ότι η προσωπική μας αλήθεια υπάρχει μόνον μέσα στις αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας;
Είναι κρίσιμα τα πρώτα μας βιώματα, καθοριστικά. Εκεί η μνήμη αποκτά τα πρώτα της φίλτρα – τα οποία στη συνέχεια συμπληρώνει η εμπειρία. Όμως, αυτά τα πρώτα βιώματα, κάπως σαν πατημασιές σε φρέσκο χιόνι, αφήνουν ένα ιδιαίτερο ευκρινές αποτύπωμα. Κι αν επιστήμη ακόμα ψάχνει, και θα ψάχνει για καιρό, οριστική απάντηση, η λογοτεχνία είναι εδώ για να μας υπενθυμίζει το ερώτημα.

 Για το βιβλίο σας έχουν γραφτεί θετικότατες κριτικές, που σημαίνει ότι με την πρώτη ανεβάσατε τον πήχη ψηλά. Θέλετε να μας πείτε για τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;
Ο “Καρυότυπος” υπήρξε το απόσταγμα (σχεδόν) μιας πενταετίας γράψε-σβήσε. Δεν έχω σχέδια. Γράφω – άλλοτε λίγο, άλλοτε περισσότερο, όμως πάντοτε αργά – με τον φόβο πως δεν έχω τίποτα να πω. Σβήνω από ανησυχία πως παραείπα πολλά. Από κάπου εκεί ανάμεσα θα ξεπηδήσει, ελπίζω, το δεύτερο βιβλίο μου. Οψόμεθα, αν και στο μυαλό μου ήδη (μάλλον) τριγυρνά το τίτλος του.

 
Ο ήρωάς σας κυνηγάει στην ευτυχία σε πλαίσιο δυστυχίας και απαισιοδοξίας. Βλέποντας λοξά την πραγματικότητα,θα μας πείτε ποια στοιχεία συνιστούν την ευτυχία για εσάς;
Αφού σημειώσω πως ο Ν. μάλλον δεν κυνηγά την ευτυχία, μάλλον κυνηγά να απαξιώσει το ρόλο της, να την αποκυρήξει, μπορώ (ίσως) να ορίσω την ευτυχία όπως την όριζα παιδί (ιδού λοιπόν ένα πρώτο βίωμα): κάθε τι που με κάνει να θέλω να κοιμηθώ νωρίς, ώστε να μικρύνει τεχνητά η απόσταση ως το ξύπνημα, όταν και θα πάω να το συναντήσω.

 

 Θεωρείτε πως η σημερινή γενιά των 30άρηδων και κάτι, η γενιά με τα πολλά πτυχία και τις γνώσεις, θα έχει την προσδοκία να ζήσει τη φυσιολογική ζωή – μια ζωή που προσδοκούσε και λίγο-πολύ κατάφερε να ζήσει η προηγούμενη γενιά των γονιών τους;
Η γενιά στην οποία αναφέρεστε, άνθρωποι γεννημένοι από τα μέσα του ’70 ως και τις αρχές του ’90, βιώνουν σήμερα μια δριμύα αλλαγή: ενώ πριν λίγα χρόνια ήταν η γενιά «που τα βρήκε όλα έτοιμα», μεταμορφώθηκε ακαριαία στη γενιά που «δεν μπορεί να θεωρεί τίποτα δεδομένο». Αυτή η κοινή, αμφίσημη, ταυτότητα που κουβαλάνε τόσοι άνθρωποι είναι η πηγή του φόβου και της μοναξιάς τους. Δεν είναι άλλωστε ενδεικτικό πως μέχρι πρόσφατα η ελληνική λογοτεχνία σχεδόν την αγνοούσε, ενώ τώρα την τοποθετεί – με το ζόρι ή όχι, μένει να φανεί – στο επίκεντρο της θεματικής της;

 

 «Οι άνθρωποι γνωρίζονται και χάνονται κατά τύχη», αναφέρετε σε κάποια σελίδα· πόσο αληθινό είναι το θέμα της τυχαιότητας στη ζωή μας;
Στους φοιτητές μου λέω συχνά: μην αφήνετε τίποτα στην τύχη, αλλά ποτέ μην υποτιμάτε τη συμβολή της. Η θεωρία της Εξέλιξης των ειδών έχει την τυχαιότητα στη βάση της, ενώ η εντροπία, μια από τις θεμελιώδεις αρχές του φυσικού κόσμου, είναι η κορύφωση του χαοτικά τυχαίου. Στη λογοτεχνία, πάντως, η σύμπτωση, η συγκρία, η τύχη οφείλουν να είναι καλοκουρδισμένα εργαλεία της αφήγησης.

 

Γιατί ένας αποξενωμένος από όλους νέος άνθρωπος να τραβά συνεχώς φωτογραφίες και να ενημερώνει συχνότατα το στάτους του με αναρτήσεις οι οποίες, ακόμα κι όταν κραυγάζουν, αφήνουν παγερά αδιάφορους τους διαδικτυακούς του φίλους;
Τόσο τα “στάτους” στο facebook, όσο και οι φωτογραφίες με το κινητό του τηλέφωνο, αποτελούν εγγραφές της πραγματικότητας – είναι, δηλαδή, παραλλαγές της μνήμης και ο Ν., κατά δήλωσή του, «πάσχει από μνήμη, από υπερβολική μνήμη». Κι έχετε δίκιο, οι αναρτήσεις του κραυγάζουν μοναξιά, αλλά αναρωτιέμαι πόσο δεκτικά είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις συνδηλώσεις της μοναξιάς. Σε κάθε περίπτωση, ο Ν. δεν είναι εκτός πραγματικότητας· στον 21ο αιώνα τόσο τα κινητά τηλέφωνα όσο και το διαδίκτυο είναι συστατικά της καθημερινότητας και η λογοτεχνία δεν μπορεί να τα αγνοεί.

 
Ποιους συγγραφείς θαυμάζετε; Ποιοι σας επηρέασαν; – εντός κι εκτός Ελλάδας.
Μου είναι αδύνατον να αποδελτιώσω τις επιρροές μου. Παραδόξως, ίσως, καθοριστικά για εμένα υπήρξαν τα αφηγηματικά στυλ που δεν ήθελα να μιμηθώ (γιατί η γραφή είναι μίμηση ενός μείγματος αφηγήσεων που έχει κανείς διαβάσει και χωνέψει).
Ξεκινώντας με τους Έλληνες – και πάντα υπό την αίρεση της βραχείας μνήμης μου – θα ήθελα να αναφερθώ στον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο (για τις δωρικές συνθέσεις μικρής φόρμας), στον Θανάση Βαλτινό (για τον χειρισμό του αφηγηματικού χωρόχρονου και του ιστορικού τοπίου), στον Μισέλ Φάις (για την πολυφωνικότητα και το χειρουργικό θρυμματισμό της γραφής του), στη Μαρία Μήτσορα (για τη «μη γειωμένη» πρόζα της), στον Τάσο Χατζητάτση (για τη συναισθηματική πύκνωση των διηγημάτων του) και στον Δημήτρη Χατζή (για σχεδόν κάθε λέξη του).
Συνεχίζοντας με τους ξένους: στον Raymond Carver (για την ζωτική αποτύπωση των λεπτομερειών της πραγματικότητας), στον Cormac McCarthy (για τον απέριττο λόγο), στον Max Frisch (για το “Man in the Holocene”), στoν W.G. Sebald (για την αψεγάδιαστη πολυλογία του), στον Elias Canetti (για τη συναίρεση Ιστορίας και ιστορίας), τον Thomas Bernhard (για τη χρήση των επαναλήψεων), στον Fyodor Dostoevsky (για την εμβύθιση στα ανθρώπινα πάθη), και στον νομπελίστα ποιητή Tomas Tranströmer (για την Μπεργκμανική αναπαράσταση του κόσμου γύρω μας).

Καρυότυπος,
με υπαρξιακές απορίες και επιστημονικά ερωτήματα

Είπαν για το βιβλίο:

Ο Καρυότυπος είναι καλώς συγκερασμένο μυθιστόρημα. Η έκδοση, που φρόντισε με σπάνιο μεράκι η Γιώτα Κριτσέλη, είναι κόσμημα, ανεπίληπτη. Σωστά ο μετρ Αχιλλέας Κυριακίδης εκθείασε τις αρετές του βιβλίου, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για ένα εντυπωσιακό πεζογράφημα, ακριβές και χαμηλόφωνο σαν ταινία του Robert Bresson. Δεν υπάρχει ψεγάδι. Ο Παπαντώνης παρασύρει τον αναγνώστη μεθοδικά στην παγίδα στην οποία έχει πέσει ο ήρωάς του, ο μοριακός βιολόγος που δεν έχει καν όνομα, που δεν έχει τρόπο να αναδιευθετήσει τις μνήμες του έτσι ώστε να γίνουν αναμνήσεις που ωθούν στο μέλλον με φόρα και με φορά, να γίνουν εφαλτήρια πράξεων, να γίνουν πυροκροτητές εντάσεων.(Γ.Ίκαρος Μπαμπασάκης-Lifo)


Ο πρωτοεμφανιζόμενος Ακης Παπαντώνης (γεν. 1978) εκμεταλλεύεται τις σπουδές του στη βιολογία για να συνθέσει μια πυκνή, ερμητική αφήγηση, όπου συναρμόζονται διακαείς υπαρξιακές απορίες και εργαστηριακά, τρόπον τινά, ερωτήματα. Η επιστημονική κατάρτιση του ήρωα δεν τον εμποδίζει να δείχνει ιδιαίτερα ευάλωτος απέναντι στο αντικείμενο των ερευνών του. Ο Παπαντώνης υποδεικνύει ευρηματικά την αλληλεπίδραση μεταξύ του μοριακού ερευνητή και του πειραματικού υλικού. Οι σύντομες, παρέμβλητες σημειώσεις, διατυπωμένες στο ιδιόλεκτο της βιοχημείας, σχετικά με την εξέλιξη των πειραμάτων του, αντανακλούν πλαγίως την παθογένεια του ψυχισμού του. Ποντίκια, λόγου χάριν, που δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν φυσιολογικά μετά τη μητρική απώλεια, εμφάνιζαν «υπερευαισθησία ως προς οποιοδήποτε εξωτερικό ερέθισμα», φοβική συμπεριφορά, συμπτώματα αυτισμού και ελλιπή αίσθηση προσανατολισμού.(Λίνα Πανταλέων-Καθημερινή)

Το παράδοξο μ' αυτό το βιβλίο είναι ότι δεν κινείται τίποτα κι όμως ο αναγνώστης δεν κουράζεται από την τόση στασιμότητα. Η ιστορία κάνει βήματα σημειωτόν ή, καλύτερα, χαράζει μια σπειροειδή τροχιά που δεν μετακινεί την υπόθεση παρά μόνο μερικά μέτρα· κι όμως, όποιος μπει στην τροχιά της περιμένει να κλείσει ο κύκλος και να βρεθεί στην αρχή της νουβέλας, όταν ο μοναχικός λύκος βρίσκει ακαριαίο θάνατο στα χιονισμένα δρομάκια της Οξφόρδης.
(Γ.Περαντωνάκης,Bookpress)

Χαριτίνη Μαλισσόβα

 

Σύντομο βιογραφικό:

 
O Άκης Παπαντώνης (Αθήνα, 1978) σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εργάστηκε και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το 2013 εξελέγη Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας. Έχει δημοσιεύσει πεζά σε ελληνικά και αγγλόφωνα λογοτεχνικά περιοδικά, κριτικά σημειώματα στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ενώ διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους. Ο «Καρυότυπος» (Κίχλη, 2014) είναι το πρώτο του βιβλίο.