28 Ιανουαρίου 2018

Σοφία Κανταράκη: «Ακόμη και σήμερα η Ευρώπη συνεχίζει να υποκλίνεται στο Βυζαντινό πολιτισμό»

                                                         Σοφία Κανταράκη 





     «Ακόμη και σήμερα η Ευρώπη συνεχίζει να υποκλίνεται στο Βυζαντινό πολιτισμό»


Ένα μεσαιωνικό ιστορικό μυθιστόρημα με κεντρική ηρωίδα την Άννα την Κομνηνή και αφηγήτρια τη θεραπαινίδα της παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό η φιλόλογος ,συγγραφέας και υπεύθυνη Σχολικών Δραστηριοτήτων Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Μαγνησίας 
Σοφία Κανταράκη είναι η αφορμή της συζήτησής μας .
Τίτλος του «Η προφητεία του αίματος»,(Εναλλακτικές εκδόσεις )ένα εξαιρετικά καλοδουλεμένο βιβλίο,το οποίο,μας μεταφέρει σε μια ενδιαφέρουσα ιστορική περίοδο.
Η συζήτησή μας δεν θα μπορούσε να μη συμπεριλαμβάνει φυσικά και θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ,αλλά και τη άλλη ,μεγάλη της αγάπη ,τον Αλ.Παπαδιαμάντη .



Η προφητεία του αίματος το πρώτο μυθιστόρημά σας στην εποχή της Άννας της Κομνηνής. Δώστε μας κάποια στοιχεία .
Καταρχάς επιτρέψτε μου να σας ευχαριστήσω για την εξαιρετική συνέντευξη που θα μας ταξιδέψει στον κόσμο της βυζαντινής ιστορίας. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα μεσαιωνικό ιστορικό μυθιστόρημα που σε κάνει να αναρωτιέσαι μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη μισαλλοδοξία και φαυλότητα. Βρισκόμαστε στο Βυζάντιο τον 11ο αι. επί αυτοκρατορίας Αλέξιου Α’ του Κομνηνού, όταν η αυτοκρατορία κλυδωνίζεται από τις ανηλεείς επιθέσεις των Νορμανδών. Η πιστή υπηρέτρια της πριγκίπισσας Άννας Κομνηνής, ως πρωταγωνίστρια, ζωντανεύει από το μοναστήρι της Κεχαριτωμένης πλήθος ιστορικών γεγονότων με αρκετή δόση μυθοπλασίας. Οι περιγραφές της ουσιαστικά αντικατοπτρίζουν τις σκέψεις και μεταφέρουν τη φωνή της Κομνηνής, η οποία τροφοδοτείται από μια σειρά περίεργων συγκυριών και καταστάσεων με πρωταγωνιστές τους βάρβαρους Δυτικούς. Μέσα από παραστατικές ανακλήσεις αληθινών γεγονότων, όπως οι νορμανδικές επιθέσεις και η άφιξη των πρώτων Σταυροφόρων, αλλά και μυθοπλαστικών, κατακεραυνώνει με το διεισδυτικό μάτι μιας σκληρής κριτικής, Νορμανδούς, Βενετούς, και Σταυροφόρους, σκιαγραφώντας με τα πιο ζοφερά χρώματα τα χαρακτηριστικά τους, αλλά και ο,τιδήποτε προέρχεται από το Βορρά και τη Δύση και απειλεί πολιτιστικά, πνευματικά και στρατιωτικά το ζωτικό χώρο της Αυτοκρατορίας, προοιωνίζοντας ένα αβυσσαλέο αντιλατινικό μίσος.
Ούσα αυτόπτης μάρτυρας πολλών εκ των δρώμενων προβάλλει λεπτομερώς τη Δυτική ματαιοδοξία, υποκρισία, και φαυλότητα, τις οποίες και θεωρεί εγγενές στοιχείο του χαρακτήρα των Δυτικών. Αφήνει ουσιαστικά να διαφανεί η ύπουλη συμπεριφορά των Νορμανδών, του Ροβέρτου, κυρίως όμως του γιου του Βοημούνδου, για τον οποίο η Κομνηνή νιώθει μια ιδιαίτερη έλξη, εκφράζοντας περίεργα συναισθήματα. Αντιλαμβάνεστε ότι οι σπόροι του αντιλατινικού μένους φαίνεται να καρποφορούν.
Ωστόσο, η άφιξη των πρώτων Σταυροφόρων στη βασιλεύουσα επιβεβαιώνει τις υποψίες για τις αδηφάγες ορέξεις τους, τον άξεστο τρόπο τους και τον «ευσεβή» τυχοδιωκτισμό τους. Κυρίαρχη κι ηγετική φυσιογνωμία αποτελεί ο Νορμανδός Βοημούνδος, ο οποίος φαίνεται να επιβεβαιώνει τη δυτική πανουργία, αφερεγγυότητα και ταυτόχρονα αφέλεια απέναντι στον Αλέξιο και την αυτοκρατορία. Ένας σκηνοθετημένος θάνατος και άλλες ενέργειες ολοκληρώνουν το πάζλ της αρνητικής εικόνας λειτουργώντας ως οιωνός όσων θα επακολουθήσουν από τους Δυτικούς, μεγαλώνοντας παράλληλα το χάσμα Ανατολικών και Δυτικών.
Για τους Βυζαντινούς η ανωτερότητα τους έναντι των βάρβαρων Δυτικών, με τους ενδόμυχους λογισμούς, φαίνεται δεδομένη!!!


 Η διπλωματική σας διατριβή έχει ανάλογο θέμα .Λογικά ήταν και το ερέθισμα για τη συγγραφή του ανά χείρας βιβλίου .
Το βυζάντιο είναι η μεγάλη μου αδυναμία, μαζί με τον Παπαδιαμάντη...Βεβαίως οι μεταπτυχιακές μου σπουδές ήταν το ερέθισμα για τη συγγραφή του μυθιστορήματος, αφού χρησιμοποίησα πολλά στοιχεία, για να είμαι ακριβής μέχρι κεραίας στις ιστορικές μου αναφορές. Απαιτήθηκε εξαντλητική ιστορική έρευνα για να μπορέσω να συναρμολογήσω έναν κορμό ιστορίας που θα έχει παρακλάδια μύθου.


 Ποιο ήταν το στοιχείο εκείνο που σας γοήτευσε ώστε να ασχοληθείτε με τη συγκεκριμένη εποχή και το συγκεκριμένο πρόσωπο ;
Να ξεκαθαρίσω ότι δεν χρησιμοποιώ το Βυζάντιο ως ιστορικό πλαίσιο για να εντάξω δακρύβρεχτες ιστορίες. Είναι ένας κόσμος που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, αλλά εξακολουθεί να γοητεύει, να διδάσκει χωρίς ποτέ να είναι πληκτικός. Μέγας υπερασπιστής του Πολιτισμού επί αιώνες βοήθησε την Δύση να ανδρωθεί και να μεγαλουργήσει, εισπράττοντας με δόλο την απληστία και την φαυλότητα της, αν και της προσέφερε το πολιτιστικό του κεφάλαιο. Αυτό το έκανε πάντα να ξεχωρίζει και να τραβά σαν μαγνήτης το δυτικό φθόνο. Στο πλαίσιο αυτό και η Άννα Κομνηνή κατακεραυνώνει αυτή τη μικρότητα που τους διατρέχει και τους στιγματίζει ως προπομπούς της Άλωσης. Η γυναικεία της δυναμικότητα, η μόρφωση της, η ισχυρή της προσωπικότητα σηματοδοτούν το μεγαλείο της Κομνήνειας Δυναστείας, προαναγγέλοντας μια ειρηνική επανάσταση θηλυκού γένους. Αυτό με συναρπάζει σε εκείνη!

 Αφηγήτρια είναι η θεραπαινίδα και όχι η ίδια η Άννα. Γιατί;
Προτίμησα να  παρουσιάσω τα γεγονότα μέσα από τη ματιά της πιστής υπηρέτριας, γιατί ήθελα να προβάλω μια παράλληλη εικόνα των καταστάσεων. Η πιστή της θεραπινίδα προβαίνει πολλές φορές σε κριτική και προσπαθεί να προφυλάξει την κυρία της από στραβοπατήματα. Ουσιαστικά αυτή είναι που συνθέτει το μωσαϊκό της προσωπικότητας της πριγκιπίσσας με έναν ευρηματικό ψυχογραφικό τρόπο. Πάντως ιδεολογικά δεν παρεκκλίνει των απόψεων του Παλατιού, στιγματίζοντας με το δικό της λεκτικό οπλοστάσιο τη στάση των Δυτικών, τους οποίους στυγνά κατακεραυνώνει.

Η μυθοπλασία σε σχέση με τα ιστορικά στοιχεία τι ποσοστό καταλαμβάνει στο βιβλίο;
Η προσωποποιία είναι ιδιαίτερα προσεγμένη, οι πρωταγωνιστές, εκτός της υπηρέτριας, είναι πραγματικά πρόσωπα. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου δεν είναι μυθοπλασία, παρά γεγονότα που προέρχονται από την Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής, της πρώτης γυναίκας ιστορικού. Όμως, αρκετά στοιχεία μύθου έρχονται να πλαισιώσουν καταστάσεις τραγικές με αρκετές δόσεις αλήθειας. Να ξεκαθαρίσουμε ότι η παραποίηση της ιστορικής αλήθειας δεν σημαίνει για μένα μυθοπλασία. Ιστορικά γεγονότα μιας ταραγμένης περιόδου στο Βυζάντιο έρχονται να μας συγκλονίσουν και να υπενθυμίσουν ότι η ιστορία διδάσκει. Μέσα στον κυκεώνα της δράσης των ηρώων αναπαρίσταται, προάγοντας και υπηρετώντας τη μυθοπλασία, η ανθρωπογεωγραφία, και το λαογραφικό μωσαϊκό της περιόδου αυτής, με στόχο να μεταφερθούμε σε εκείνη την εποχή, να κατανοήσουμε τον τρόπο ζωής και σκέψης των ανθρώπων συμμετέχοντας παραστατικά στα δρώμενα.

Παρόλο που αναφέρεστε στο 1100,διαβάζοντας το βιβλίο σας ένιωσα πως θα μπορούσαν να έχουν διαδραματιστεί και στη σημερινή εποχή . Έχουν το στοιχείο της διαχρονικότητας τελικά κάποιες ιστορικές στιγμές;
Αναμφίλεκτα υπάρχει το στοιχείο της διαχρονικότητας και αυτό άλλωστε ήθελα να αναδείξω. Το Βυζάντιο κρύβει διαχρονικές αλήθειες! Θεωρώ ανεπίτρεπτο να επικαλείται κάποιος την αξία του Βυζαντίου ή και το αντίθετο και να είναι ιστορικά και θεολογικά αδαής. Το χθες πολλές φορές φαίνεται να ακουμπά το σήμερα. Πρωτοστατεί η δυτική υπονόμευση, η δίψα για εξουσία, ο δόλος, η εξαπάτηση, η μικρότητα και η αχαριστία τα οποία εν τέλει συνθέτουν το πάζλ της διαχρονικής ανθρώπινης φαυλότητας. Η γενναιοδωρία των ορθόδοξων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων ερέθιζε τη Δυτική ματαιοδοξία.  Παρόλα αυτά ακόμη και σήμερα η Ευρώπη συνεχίζει να υποκλίνεται στο Βυζαντινό πολιτισμό!

 «Η ιστορία επαναλαμβάνεται» και ποια είναι αυτά τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη στο μυθιστόρημά σας;
Στρέφοντας κανείς το βλέμμα του στο παρελθόν ειδικά στο μακρινό, μαθαίνει, οπλίζεται, μπορεί να δει πιο καθαρά τις σημερινές αλήθειες και πιο αισιόδοξα το μέλλον. Το βιβλίο αντανακλά στο σήμερα, καθώς πραγματεύεται ποικίλους θεματικούς πυρήνες που έχουν σχέση με τη διαχρονική ανθρώπινη πορεία, και πραγματεύεται ζητήματα όπως η αλαζονεία της εξουσίας, της ματαιοδοξίας. Το ζητούμενο είναι μέσα από την εχθρότητα και την  αντιπαλότητα  που μεταλλάσσει τον άνθρωπο σε άγριο, άπληστο και φαύλο θηρίο που διψά για αίμα, εκδίκηση,  εξουσία, κυριαρχία να παραμείνει Άνθρωπος, με αξιοπρέπεια, αρχές και αξίες!

 Ως εκπαιδευτικός θεωρείτε ότι οι μαθητές αγαπούν την ιστορία ;Αν όχι ,γιατί ;
Κατηγορηματική απάντηση δεν υπάρχει. Υπάρχουν συνάδελφοι που αποφεύγουν το στοίβαγμα στη μνήμη χρονολογιών και γεγονότων, επιδιώκοντας κυρίως την καλλιέργεια της κριτικής ιστορικής σκέψης. Και έτσι πρέπει. Έχω επανειλλημένως υποστηρίξει ότι η ιστορία δεν είναι μετάδοση πληροφορίας και γνώσης, αποστήθιση και παπαγαλία, είναι ανακάλυψη, τριβή με το γίγνεσθαι και κέντρισμα της περιέργειας.  Δεν επιβάλλεται, γιατί τότε την έχεις καταδικάσει στην αδιαφορία. Όταν αυτό γίνει κατανοητό τότε θα κερδίσει το μάθημα της ιστορίας μια θέση στις καρδιές των μαθητών και θα μπορούν μέσα από κριτική επεξεργασία των γεγονότων να συνάγουν μόνοι τους έμπεδα συμπεράσματα.

 Πρόσφατα αναλάβατε καθήκοντα υπεύθυνης Σχολικών Δραστηριοτήτων Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Μαγνησίας. Πόσο μπορείτε από τη θέση αυτή να συμβάλλετε στην καλλιέργεια της προώθησης και της αγάπης του μαθήματος της ιστορίας ;
Ως ιστορικός διατρανώνω απερίφραστα την αξία της ιστορίας στην εκπαίδευση μέσα από μια σωστή διδακτική προσέγγιση η οποία δεν εγκλωβίζεται στη στείρα απομνημόνευση. Στα πολιτιστικά προγράμματα η ιστορία κατέχει έναν σημαντικό ρόλο, καθώς επισημαίνεται η πολιτισμική ανοχή, η δημιουργική σκέψη και η αναζήτηση της αλήθειας, προάγοντας έτσι έναν μεθοδολογικό πλουραλισμό. Προσπαθώ να προωθήσω αυτή τη δυναμική της ιστορικής γνώσης, ώστε να διαφανεί ότι η Ιστορία συμβάλλει καθοριστικά στην αρτίωση της προσωπικότητας του μαθητή.

 Και το δεύτερο βιβλίο για τον Παπαδιαμάντη ;Σε ποιο στάδιο βρίσκεται η συγγραφή του ;
Σχεδόν έχω τελειώσει. Ο Παπαδιαμάντης είναι ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών και πάντα με εκπλήττει ευχάριστα. Έχω επικεντρωθεί στη σχολική πραγματικότητα και ερευνώ κάποιες πηγές. Φέτος η ΔΔΕ διοργανώνει το πρώτο μαθητικό συνέδριο για τον πεζογράφο, οπότε οι εκπλήξεις μας περιμένουν.

Παντελής Μπουκάλας:"Το μείζον πρόβλημα δεν είναι το πόσο γνωρίζουμε την ιστορία μας αλλά πώς τη γνωρίζουμε."


                                   Παντελής Μπουκάλας

"Το μείζον πρόβλημα δεν είναι το πόσο γνωρίζουμε την ιστορία μας αλλά πώς τη γνωρίζουμε."


Οι περισσότεροι γνωρίζουμε τον Παντελή Μπουκάλα από τις επιφυλλίδες του στην εφημερίδα Καθημερινή και από την ιδιότητα του ποιητή,ωστόσο η σημερινή μας συνομιλία έχει ως αφορμή τον πρώτο τόμο (από τους αρκετούς που θα ακολουθήσουν,όπως αποκάλυψε) μιας σειράς δοκιμίων για το δημοτικό τραγούδι.Ο πρώτος τόμος έχει τίτλο "Όταν το ρήμα γίνεται όνομα" και κυκλοφορεί από τις εκδ. Άγρα .
Ο Παντελής Μπουκάλας γεννήθηκε το 1957 στο Λεσίνι του Μεσολογγίου. Αποφοίτησε από την Οδοντιατρική Αθηνών. Από το 1989 επιμελείται την ανά Τρίτη σελίδα του βιβλίου στην εφημερίδα "Καθημερινή", όπου επίσης δημοσιεύει καθ' εκάστην επιφυλλίδες κοινωνικού και πολιτικού σχολιασμού. Είναι διορθωτής και επιμελητής εκδόσεων. Από το 1980 έχει δημοσιεύσει στις εκδόσεις "Άγρα" τα βιβλία ποίησης "Αλγόρυθμος", "Η εκδρομή της Ευδοκίας", "Ο μέσα πάνθηρας", "Σήματα λυγρά", "Ο μάντης", "Οπόταν πλάτανος", καθώς ένα τόμο δοκιμίων και βιβλιοκριτικών, υπό τον τίτλο "Ενδεχομένως: Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου". Έχει μεταφράσει, για τον ίδιο εκδοτικό οίκο, τον ελληνιστικό "Επιτάφιο Αδώνιδος του Βίωνος του Σμυρναίου" και τα ποιήματα του τόμου "Επιτάφιος λόγος: αρχαία ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα".
Το 2010 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή "Ρήματα".



"Όταν το ρήμα γίνεται όνομα",ο τίτλος του δοκιμίου σας πάνω στο δημοτικό τραγούδι . Σε ποιους απευθύνετε το ανά χείρας βιβλίο σας;

Κάθε βιβλίο ονειρεύεται ότι θα το υποδεχτούν, θα το ξεφυλλίσουν, θα το χαϊδέψουν, θα υπογραμμίσουν κάποιες αράδες του πάμπολλα χέρια, αν όχι όλα. Το δικό μου απευθύνεται καταρχάς σε όσους αγαπούν το δημοτικό τραγούδι, την ποίηση γενικότερα, αρχαιοελληνική και νεοελληνική, καθώς και την ποίηση των σύνοικων και των περίοικων λαών, προπαντός την ανώνυμη, τη λαϊκή. Απευθύνεται όμως και σε όσους δεν έτυχε να διασταυρωθούν με το δημοτικό και θα ήθελαν ίσως να το γνωρίσουν. Πρόκειται άλλωστε για τον πρώτο τόμο μιας σειράς δοκιμίων που θα εκδώσω (περίπου ένα κάθε χρόνο), με τον γενικότερο τίτλο "Πιάνω γραφή να γράψω: Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι". Πόσοι θα είναι τελικά οι τόμοι της σειράς, δεν το ξέρω ακόμα. Σίγουρα πάνω από δέκα, πρώτα ο Καιρός.


Η εμπειρία σας,η έρευνά σας και η επαφή σας με τους ανθρώπους για τη συγγραφή του βιβλίου απέδωσαν θετικό πρόσημο σχετικά με την ενασχόληση των Ελλήνων με το δημοτικό τραγούδι ;

Απολύτως. ΄Οσοι με βοήθησαν, και συνεχίζουν να με βοηθούν στην ολοένα διευρυνόμενη συλλογή υλικού, γνωστοί μου αλλά και άγνωστοι, αποτελούν μια κοινότητα αγάπης, που με στηρίζει και με θερμαίνει. Μια άλλη κοινότητα, ευρύτερη, και επίσης θερμή και γενναιόδωρη, είναι οι πολλοί άνθρωποι που εμψύχωσαν τις παρουσιάσεις του βιβλίου σε πολλές πόλεις της πατρίδας μας, σε ορισμένες μάλιστα μετά μουσικής. Ούτε με τις παρουσιάσεις βιβλίων μου ήμουν εξοικειωμένος ούτε με τις συνεντεύξεις. Τα μηνύματα λοιπόν -και δεν τα μεταφράζω λάθος, νιώθω βέβαιος- δείχνουν όχι μόνο αγάπη και έγνοια αλλά και επιθυμία να συναρμοστεί η αγάπη αυτή με την γνώση. Να αποκτήσουν δηλαδή τα αυθόρμητα αισθήματα και κάποιον αντικειμενικό, φιλολογικό χαρακτήρα.

«Το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών τραγουδιών» είναι ο δεύτερος τίτλος του βιβλίου .Πόσο θεωρείτε ότι  η γνώση του ποιητικού λόγου των δημοτικών τραγουδιών ολοκληρώνει έναν λογοτέχνη ;

​Το πρώτο βήμα είναι να αποδεχτούμε ότι η γλώσσα των δημοτικών είναι γλώσσα υψηλού ποιητικού επιπέδου, με απαιτητικά τεχνάσματα και με διαρκή όρεξη υπέρβασης των ορίων. Δεν είναι δηλαδή μια γλώσσα φτωχή, ρηχή και μονότονα επαναλαμβανόμενη, όπως θέλουν (ή ήθελαν) να πιστεύουν ακόμα και ορισμένοι από τους μελετητές τους, που όμως φαίνεται ότι γνώριζαν μια μικρή μόνο περιοχή της  πάρα πολύ μεγάλης επικράτειάς τους, γι΄ αυτό και αστόχησαν στην κρίση τους. Και μόνο τα επίθετα που έπλασε ο λαϊκός ποιητής για να ζωγραφίσει με διαύγεια και ευθυβολία την αγαπημένη, είναι ένα μάθημα πλούτου και κυριολεξίας. Για τους νεοέλληνες ποιητές η ρυθμική ποιητική γλώσσα του δημοτικού, με την απλή χάρη της, είναι τέρψη και όφελος ταυτόχρονα. Μας το έδειξε ο γενάρχης της νεοελληνικής ποίησης, ο Διονύσιος Σολωμός (περίπου με τον ίδιο τρόπο που το έδειξε και ο γενάρχης της αρχαιοελληνικής προσωπικής ποίησης, ο ΄Ομηρος). Φαίνεται όμως ότι δεν ήταν όλα τα μάτια έτοιμα ή πρόθυμα να δουν το προφανές.


Είναι το δημοτικό τραγούδι με τις παραλλαγές του ένας τρόπος κι ένας λόγος να διδαχθούμε (χωρίς ιδιοτέλεια και διδακτισμό ) την ιστορία ;
Το ίδιο το δημοτικό είναι τμήμα σπουδαιότατο της νεοελληνικής ιστορίας. Της ιστορίας των συναισθημάτων μας, της πνευματικής μας στάσης, των αξιών μας, των ηθών μας, των ποιητικών αναζητήσεων. Εκτός από ιστορία όμως, το δημοτικό είναι ταυτόχρονα και ιστορητής. Ιστορεί τα πάθη του λαού, είτε για τη σκλαβιά πρόκειται είτε για τον ξενιτεμό ή τη σκληρή δουλειά. «Ηλιε μου, γιατί άργησες να πας να βασιλέψεις; / Σε καταριέται η αργατιά κι οι ξενοδουλευτάδες» λέει για παράδειγμα ένα τραγούδι, δίνοντάς μας, και αυτό, την πληροφορία ότι οι φτωχοί δούλευαν από ήλιο σε ήλιο. Ακόμα και για τη βαριά και άδικη φορολόγηση έχουν δημιουργηθεί τραγούδι. Δεν ισχύει λοιπόν το θρυλούμενο ότι η λαϊκή ποίηση δεν παραενδιαφερόταν για τον πραγματικό βίο.
​Με τα ιστορικά λεγόμενα δημοτικά και με τα κλέφτικα οδηγούμαστε συχνά στον πυρήνα της ιστορίας.  Κι αν είναι κάπως δύσκολο να τα χρησιμοποιήσουμε όλα σαν αδιάψευστες μαρτυρίες για τη μια ή την άλλη μάχη, μπορούμε σίγουρα να τα δούμε και να τα μελετήσουμε σαν αυθεντικές μαρτυρίες του πνεύματος των πολεμιστών. Το ίδιο το πνεύμα της δημοτικής ποίησης άλλωστε, με την ευρύτητά του και τη δικαιοσύνη του, με την ανοιχτοσύνη του ακόμα και απέναντι σε εκδοχές του βίου που φαίνονται αντικανονικές ή και αντεθνικές, είναι το κατεξοχήν δίδαγμά της, το κέλευσμά της προς εμάς.

Λίγες δεκαετίες πριν η αστυφιλία επέφερε και την απομάκρυνση πολλών από τα χωριά και τη λαϊκή παράδοση σε βαθμό που να αποποιούνται τα δημοτικά τραγούδια ως υποδεέστερο είδος λόγου .Πώς το σχολιάζετε ;

Σαν να νιώθαμε επί δεκαετίες ντροπιασμένοι με τα «βλάχικα», που τα ΄χε φθείρει βέβαια, τα είχε νοθέψει η καπηλική «πατριδογνωσία», και σαν να ήμασταν αλλεργικοί με το κλαρίνο. Κλαρίνο; Ετσι πιστεύουν όλοι. Οτι δημοτικό = κλαρίνο και κλαρίνο = δημοτικό.  Λοιπόν, ακούστε ζουρνά, θα απαντούσε κανείς, ή γκάιντα, λύρα λαούτο, βιολί κτλ. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Βεβαίως και είναι δημοτικό, δημοτικότατο το κλαρίνο. Είναι άλλο όμως το κλαρίνο των χουνταίων, που βασάνιζαν κρατούμενους με τα ψευτοδημοτικά τέρμα στο πικάπ ή στο μαγνητόφωνο για να μην ακούγονται οι κραυγές του πόνου (νά ένας λόγος για την κάποια αποστροφή, αν όχι συνολικά της Αριστεράς, σίγουρα αρκετών αριστερών) και άλλο το κλαρίνο του δικού σου χωριού ή του διπλανού. Με τον Γύφτο (ναι, δεν τον λέγαμε Ρομά, αλλά και το όνομα Γύφτος δεν ήταν οπωσδήποτε απαξιωτικό και ονειδιστικό, δεν το νιώθαμε όλοι έτσι) να συνεχίζει μια δουλειά, μια υπηρεσία, που την άρχισε πολλά πολλά χρόνια πριν: όχι μόνο να παίζει τα τραγούδια αλλά και να τα μεταφέρει από τόπο σε τόπο.
​Αν ξέραμε βαθύτερα και περισσότερο τα δημοτικά, αν οι λόγιοι και οι λογοτέχνες μας τα ήξεραν το ένα τρίτο απ΄ όσο τα ήξερε ο Καβάφης, κι αν τα αγαπούσαν το ένα χιλιοστό απ΄ όσο τα αγαπούσε ο Σολωμός ή ο Παλαμάς, το όφελος θα ήταν πολύ μεγάλο. Και δεν θα περιοριζόταν στον τομέα των γραμμάτων.

Είναι ανάγκη σήμερα να γνωρίζουμε την ιστορία του τόπου μας και τον πολιτισμό των προγόνων μας ;

Το μέλλον έρχεται από το παρελθόν. Από τη γνώση του παρελθόντος. Αλλά  εκείνη τη βαθιά γνώση που θεμελιώνεται στην τιμιότητα, όχι στην προκρούστεια διαχείριση των δεδομένων ώστε να ψευτοταιριάξουν βίαια στα προκατασκευασμένα δόγματα και σχήματά μας. Μόνο έτσι θα απαγκιστρωθούμε από τον παραλυτικό δογματισμό, είτε στον εξωραϊσμό του παρελθόντος απολήγει, διά του κλισέ «εδώ γεννήθηκαν όλα, άρα μας χρωστάνε όλοι», είτε στον μηδενισμό, διά του κλισέ «στην Ελλάδα ζεις, δεν υπάρχει ελπίς».


 Οι Έλληνες δεν γνωρίζουν την Ιστορία τους,παρόλο που υπερηφανεύονται γι'αυτήν. Τι φταίει γι' αυτό;

Ξέρουμε και από έρευνες σε άλλες χώρες πως οι νεότερες γενιές πολύ συχνά αδιαφορούν για την ιστορία της πατρίδας τους ή ξέρουν ελάχιστα πράγματα. Δεν είμαστε λοιπόν ανάδελφοι ούτε ως προς αυτό. Το μείζον πρόβλημα δεν είναι η ποσότητα της γνώσης μας αλλά η ποιότητά της. Δεν είναι δηλαδή το πόσο γνωρίσουμε την ιστορία μας αλλά πώς τη γνωρίζουμε.
Πρέπει λοιπόν κάποια στιγμή η επίσημη ιστορία, η κρατικοποιημένη και διδασκόμενη, να ταυτιστεί με την επιστημονική. Ωστε να δούμε τους περασμένους αιώνες με κριτικότερο και αυτοκριτικότερο πνεύμα. Η εθνική μας αυτοεκτίμηση δεν έχει ανάγκη θρύλους και μύθους. Το τίμιο βλέμμα έχει ανάγκη, και τα δίκαια μέτρα και σταθμά, όχι τα εθνοκαπηλικώς πειραγμένα.

  Ως εκπαιδευτικός διερωτώμαι συχνά ποια είναι τα όρια ανάμεσα στην αγάπη για την πατρίδα και τον εθνικισμό ...Θέλετε να σχολιάσετε ;
Αγαπάω την πατρίδα μου γι΄ αυτό που όντως είναι, όχι γι΄ αυτό που κατασκευάζουν οι φαντασιώσεις μου - φαντασιώσεις υπεροχής, ανωτερότητας δοσμένης από τους θεούς ή από τα γονίδια. Για να την αγαπήσω, δεν μου χρειάζεται  να πω πως "είναι η ομορφότερη χώρα του κόσμου", πως έχουμε την καλύτερη κουζίνα, τις ωραιότερες παραλίες και τα πιο ανόθευτα γονίδια, πως η γλώσσα μας είναι μητέρα όλων των άλλων γλωσσών, πως μόνο αμυντικούς πολέμους έχουμε στο μακρότατο ιστορικό μας, πως οι άλλοι συνωμοτούν πάντοτε εναντίον των δικαίων μας κτλ. κτλ.
Αν τα χρειάζομαι όλα αυτά, η αγάπη μου είναι ψεύτικη, η φιλοπατρία μου κούφια και δημοκοπική, κι εγώ ένας σωβινιστής.

Άφησα -σκόπιμα-το ρήμα "Αγαπώ "που βρίσκεται στο κέντρο του εξωφύλλου .Πώς μπορεί ένα παιδί που είναι σχεδόν εξαρτημένο από το διαδίκτυο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να αγαπήσει το δημοτικό τραγούδι;

Ν΄ αγαπήσουν όλα μα όλα τα παιδιά το δημοτικό (ή οτιδήποτε άλλο) δεν είναι εφικτό, ποτέ δεν ήταν, και δεν ξέρω αν είναι και επιθυμητό. Κι ωστόσο, το αγαπούν ήδη πολλά παιδιά, και έφηβοι και ενήλικοι. Βλέπουμε στα πανηγύρια πόσο φυσικά συντονίζεται με τη λαϊκή ορχήστρα το σώμα, ακόμα και το σώμα ανθρώπων που ζουν σε πόλεις πια. Σαν να δουλεύει μια βαθιά μνήμη ρυθμού. Βλέπουμε επίσης νέους ανθρώπους να προσεγγίζουν με τα μουσικά συγκροτήματά τους το δημοτικό με αγάπη αλλά και με δημιουργική διάθεση πειραματισμού και αναψηλάφησης. Σε πολλές περιπτώσεις τα αποτελέσματα είναι πολύ ενδιαφέροντα (λόγου χάρη στους "Θραξ Πανκς" ή στους "Villagers of Ioannina City"), έστω κι αν δεν αποσπούν την προσοχή των ΜΜΕ, που είναι αλλού ταμένα. Και βλέπουμε ακόμα ότι τα Μουσικά σχολεία μάς πρόσφεραν πολλούς ικανότατους νέους παίχτες λαϊκών οργάνων, οι οποίοι μπορούν να μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε τον συρμό των πιασάρικων δημοτικοφανών που στιχουργικά ερωτοτροπούν με το κιτς και μουσικά απλώς ξεπατικώνουν ό,τι πιο εύκολο.
Όσο για το διαδίκτυο, ενώ χαίρομαι να πετυχαίνω αναρτημένα τραγούδια από πανηγύρια ή από παλαιότατους δίσκους, με πιάνει κατάθλιψη όταν διαβάζω από κάτω τα σχόλια κάποιων βλακωδώς φανατισμένων. Όλοι αυτοί χώνονται για να πετάξουν και εκεί το σωβινιστικό τους δηλητήριο, χαρακτηρίζοντας όλους τους υπόλοιπους λαούς, κυρίως τους γειτονικούς, είτε κλέφτες της μουσικής μας είτε εκ γονιδίων κατώτερους.

Σας γνωρίζουμε ως ποιητή,αρθρογράφο,συγγραφέα,μεταφραστή και δημοσιογράφο.Ετοιμάζετε κάποιο νέο βιβλίο ;
​Ετοιμάζω τον δεύτερο τόμο της σειράς δοκιμίων για τη δημοτική ποίηση, που θα εκδοθεί έως το τέλος του 2017. Τίτλος του: «Το αίμα της αγάπης: Ο πόθος και ο φόνος στο δημοτικό τραγούδι». Το υλικό είναι απέραντο, συναρπαστικό και αποκαλυπτικό. Και ίσως εκδοθεί και κάποια ή κάποιες από τις μεταφράσεις αρχαιοελληνικών δραμάτων που υπάρχουν έτοιμες από καιρό στο συρτάρι μου, είτε παίχτηκαν στο θέατρο, όπως οι Τρωάδες του Ευριπίδη και οι Αχαρνής του Αριστοφάνη, είτε όχι, όπως οι Ορνιθες.






Θωμάς Ψύρρας: Το παρελθόν είναι η πηγή της Τέχνης.Το μέλλον οπλοστάσιο της ρητορικής.


                                                                         Θωμάς Ψύρρας



             Το παρελθόν είναι η πηγή της Τέχνης.Το μέλλον οπλοστάσιο της ρητορικής.




Η συνομιλία με τον Θωμά Ψύρρα έγινε με αφορμή την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων με τίτλο Θα βοσκήσω το μαύρο που κυκλοφορεί από τις εκδ.Μεταίχμιο,αμέσως μετά την παρουσίαση του βιβλίου στη Χάρτα τον προηγούμενο μήνα .
Ο Θωμάς Ψύρρας γεννήθηκε το 1954 στον Τύρναβο της Θεσσαλίας, όπου και έζησε τα παιδικά του χρόνια. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε εκδότης του εκπαιδευτικού περιοδικού "Σημείο", μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού "Αυτό" και μέλος της συντακτικής επιτροπής του λογοτεχνικού περιοδικού "Γραφή" της Λάρισας. Διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία στην επιμόρφωση των καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης. Μελέτες και άρθρα του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά "Γραφή", "Σημείο", "Διάλογος", "Αντί" και στις εφημερίδες "Ελευθερία", "Αυγή", "Ελευθεροτυπία" και "Καθημερινή".

 Η συλλογή διηγημάτων σας με τίτλο «Θα βοσκήσω το μαύρο», με ιστορίες ανθρώπων κάθε ηλικίας σε διάφορες προσωπικές αλλά και στιγμές της ιστορίας του τόπου μας. Πείτε μας λίγα λόγια.
Πρόκειται για διηγήματα στα οποία σημερινοί, σύγχρονοί μας, αφηγητές αναλαμβάνουν να ιστορήσουν κομμάτια της δικής τους ζωής ή τμήματα από ζωές άλλων που αφορούν δεκατρείς “μαύρες” περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας: μεσοπόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, δικτατορία, μεταπολίτευση, καταναλωτισμός, μετανάστευση εσωτερική κι εξωτερική, τρομοκρατία, κρίση...  
 Στα διηγήματά σας είναι ευδιάκριτο ότι και ο πιο απλός άνθρωπος μπορεί να κρύβει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία. Θέλετε να σχολιάσετε ;
Όντως οι ήρωες των διηγημάτων είναι απλοί άνθρωποι. Αυτό δε σημαίνει ότι αφηγούνται μια απλοϊκή ιστορία. Κάθε άλλο... Οι αφηγητές των διηγημάτων χρησιμοποιούν το παρελθόν. Άλλωστε ας μην το ξεχνάμε: το παρελθόν είναι η πηγή της Τέχνης (το μέλλον είναι το οπλοστάσιο της ρητορικής). Δίχως διάθεση νοσταλγίας ή εξωραϊσμού (πράγμα που συμβαίνει συχνά στις ηθογραφήσεις) αναστοχάζονται και συνδέουν την τωρινή τους κατάσταση με το παρελθόν και κυρίως με τα μεγάλα γυρίσματα της Ιστορίας. Οι απλοί άνθρωποι βιώνουν την Ιστορία ως μια μορφή της δικής τους “μοίρας”, καθώς αντιλαμβάνονται εκ των υστέρων ότι η Ιστορία θάβει χωρίς να λύνει τα προβλήματα που εγείρει. Συνεπώς ο αναστοχασμός για όσα συνέβησαν είναι η βάση από την οποία εκκινούν οι αφηγητές μου.
Παλαιότερα βλέπαμε να αντιμετωπίζεται σχεδόν χλευαστικά η χρήση της ντοπιολαλιάς -τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στα βιβλία σας την υπερασπίζεστε.
Η κάθε διαδικασία μυθοποίησης συνδέεται αναπόφευκτα με συγκεκριμένο τόπο, συγκεκριμένο χώρο και συγκεκριμένους αφηγητές. Ο συγγραφέας οφείλει να σεβαστεί τα όρια που τίθενται από αυτές τις πρωταρχικές επιλογές του, οι οποίες είναι, ευτυχώς, δεσμευτικές.  Λειτουργούν ως “προσωπικοί κανόνες” και τον βοηθούν να περιμαζέψει το χάος των αφηγηματικών ψηφίδων που γυρνούν στο μυαλό του, τον βοηθούν να βάλει τάξη τα επεισόδια, τον τρόπο της οργάνωσης, την λεκτική εκφορά... Αυτό το δοκίμασα στα μυθιστορήματα “Πυκνός καιρός” και περισσότερο στο “Μαράν Αθά”. Στα τωρινά διηγήματά μου επέλεξα οι αφηγητές να κινούνται ή να εκκινούν από τη Λάρισα, τον Τύρναβο, τον κάμπο. Κατά συνέπεια ο λόγος τους -και για λόγους αληθοφάνειας και πειστικότητας- δεν μπορούσε παρά να διανθίζεται από γλωσσικά στοιχεία της περιοχής. Πάντως δεν πρόκειται ακριβώς για μεταφορά (φωνητικά τουλάχιστον) της θεσσαλικής ντοπιολαλιάς. Απλώς στο λόγο των ντόπιων αφηγητών παρεισφρέουν κάποια χαρακτηριστικά τοπικά ιδιόλεκτα. Πάντως το διαρκές ζητούμενο είναι πώς ενώ εστιάζεις στο τοπικό, επιθυμείς να προκύψει το πανανθρώπινο και το παγκόσμιο.
 Οι αναγνώστες σας, ενώ αγαπούν στο σύνολό του το βιβλίο, καθένας έχει και και διαφορετική αγαπημένη ιστορία.Τι σημαίνει αυτό για εσάς;
Αυτό κι αν είναι!.. Όντως, σε όσους διάβασαν όλα τα διηγήματα του βιβλίου, ρωτώ: “Ποιο σ’ άρεσε περισσότερο;”. Ο καθένας επιλέγει διαφορετικό διήγημα (και μάλιστα αυτό συμβαίνει σε ανθρώπους του συναφιού). Αυτό σημαίνει, μάλλον, ότι έγραψα ένα καλό βιβλίο!...
 Αγαπάτε περισσότερο τη μικρή φόρμα ;
Δεν έχω ιδιαίτερη προτίμηση. Δηλαδή δεν πιέζομαι να γράψω σε μικρή ή σε μεγάλη. Αν και έχω την εντύπωση πως μάλλον με βολεύει η μεγάλη φόρμα. Άλλωστε και τα δεκατρία διηγήματα δεν ανήκουν σ’ αυτό που κάποιος θα έλεγε short story. Το αντίθετο μάλλον. Κάποια, για τα σημερινά δεδομένα του διηγήματος, είναι ιδιαίτερα εκτεταμένα. Θέλω άπλα γιατί μάλλον μπορώ να στρίβω καλύτερα!... Α, και κάτι άλλο: η άπλα με βοηθάει να δουλεύω το λόγο γιατί θεωρώ ότι καλός πεζός λόγος είναι εκείνος που, όταν τον διαβάζει ο προικισμένος αναγνώστης, να μην παρατηρεί ότι είναι καλογραμμένος.
Ποιοι είναι οι συγγραφείς που σας κινητοποίησαν να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Αν σας πω ότι δεν μπορώ να απαντήσω... θα φανεί γελοίο; Αλλά έτσι είναι. Σε ένα μεγάλο βαθμό. είμαστε τα διαβάσματά μας. Κι επειδή είμαι παμφάγος ως αναγνώστης και ως ακροατής θα μπορούσα να σας αραδιάσω τα πλέον αντιφατικά: από τα λαϊκά παραμύθια, τα φωτορομάντσα των λαϊκών περιοδικών, από τις αφηγήσεις στα καφενεία, έως τον Σολωμό, τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη, τον Δημοσθένη Βουτυρά, τον Τσιφόρο, τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Βαλτινό, τον Νόλλα, τον Σωτήρη Δημητρίου, τον Μπαλζάκ, τον Τσέχωφ, τον Κορτάσαρ, τον Μαρκές, τον Σάλιντζερ, το Μπόρχες, τον Τόμας Πύντσον, τον Μίλαν Κούντερα ... Μάλλον δεν θα βγάλετε άκρη!
Υπάρχουν νέοι Έλληνες συγγραφείς που θεωρείτε ότι συνεχίζουν άξια την πορεία των παλαιότερων λογοτεχνών ;
Ευτυχώς υπάρχουν και είναι αρκετοί. Υπάρχει μια νέα φουρνιά, σαραντάρηδες και κάτω, που είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη, αφηγηματικά προκλητική και ιδίως πολυφωνική: για παράδειγμα η Λένα Κιτσοπούλου, η Κάλλια Παπαδάκη, η Μαρία Κουγιουμτζή, ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης, η Βάσια Τζανακάρη, η Μαρία Τσολακούδη, ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, ο Μάκης Τσίτας, ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, ο Στάθης Ιντζές, ο Θάνος Γώγος... Το ζητούμενο απ’ αυτούς είναι να ανανεώσουν τη θεματογραφία και να ανοίξουν τη νεοελληνική πεζογραφία σε διεθνείς δρόμους... (συγγνώμη απ’ όσους ξεχνώ).
Έχετε υπηρετήσει στη δημόσια εκπαίδευση ως φιλόλογος· κείμενά σας έχουν ανθολογηθεί σε βιβλία των νέων ελληνικών. Τι πιστεύετε ότι γίνεται λάθος στο σχολείο και τα παιδιά δεν αγαπούν τη λογοτεχνία;
Θα μπορούσα να σας μιλώ για ώρες. Απλώς επισημαίνω: α) για να διδάξει ο δάσκαλος λογοτεχνία πρέπει να διαβάζει λογοτεχνία (πόσοι διαβάζουν;) β) για να υπάρχει μαθητικό κοινό με ενδιαφέρον στη λογοτεχνία πρέπει να υπάρχει μαμά και μπαμπάς που να διαβάζουν λογοτεχνία (πόσοι γονείς  διαβάζουν;) γ) για να χαίρεται ο μαθητής τη λογοτεχνία δεν πρέπει να του σερβίρεται ως “γνωστικό αντικείμενο” δ) για να απολαμβάνει ο μαθητής τη λογοτεχνία πρέπει να υπάρχει σχολείο που να λειτουργεί ως “σχολείο” που να διευκολύνει την ανάγνωση και την προσωπική ανακάλυψη. Και το πιο σημαντικό: το ρήμα “διαβάζω” δεν πρέπει να έχει προστακτική. Κανείς δεν αγάπησε τη λογοτεχνία επειδή του την επέβαλε κάποιος.
 Ποια είναι κατά την άποψή σας τα χαρακτηριστικά του καλού (επαρκούς) αναγνώστη ;
Θα αριθμήσω τρία χαρακτηριστικά αναγνωστικής προδιάθεσης :
α) Η ανοιχτότητα στα αναγνώσματα: για να εκτιμήσεις ένα αριστούργημα πρέπει να έχεις διαβάσει πρωτύτερα αρκετά σκύβαλα ώστε να έχεις μέτρο σύγκρισης.
β) Η διάθεση ανακάλυψης: να ψάχνεις τα ράφια για να βρεις και να χαρείς αυτό που βρήκες.  
γ) Η βεβαιότητα ότι η λογοτεχνία “μορφώνει”, δηλαδή ότι μορφοποιεί το εσωτερικό σου άγαλμα και μπορεί να σου αλλάξει τον τρόπο που αντιμετωπίζεις τη ζωή.
Γιατί τα καλά βιβλία δεν είναι συνήθως ευπώλητα ;
Δεν ισχύει αυτό με τρόπο απόλυτο. Υπάρχουν εξαιρετικά βιβλία που ευθύς εξαρχής έγιναν ευπώλητα. Υπάρχουν κι άλλα, που έπρεπε να περιμένουν το χρόνο τους. Το καλό δεν χάνεται. Αργά ή γρήγορα θα ρθει στην επιφάνεια και θα τραβήξει το ενδιαφέρον. Βέβαια οι μηχανισμοί της λογοτεχνικής κριτικής στην Ελλάδα είναι υποτυπώδεις, ευκαιριακοί και αθηνοκεντρικοί. Αλλά αυτό  δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Έτσι πορευτήκαμε κι ως φαίνεται έτσι θα πάμε για καιρό ακόμα...
Η γενιά που πήγαμε στο σχολείο μετά το 80 ζήσαμε τον «δικομματισμό» και ως αναγνώστες: οι μεν μιλούσαν για την ξύλινη γλώσσα των αριστερών, οι δε υπαινίσσονταν ότι μόνο οι αριστεροί είναι καλοί συγγραφείς - κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει και στον κινηματογράφο. Πώς σχολιάζετε;
Είμαστε ευτυχώς αρκετά μακριά και από την εποχή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που επέβαλε συγκεκριμένη νόρμα συγγραφής, ή την εποχή που η λογοτεχνία κρινόταν αποκλειστικά με κριτήρια ιδεολογικοπολιτικά ή την εποχή που επικέντρωνε μόνο στο “αισθητικό”.  Οι περιπέτειες του 20ου αιώνα πρέπει να μας κάνουν λίγο πιο σοφούς. Όποιος εξετάζει το καλλιτέχνημα μόνον ως αισθητικό αντικείμενο το κολοβώνει. Όποιος εξετάζει ένα έργο τέχνης μόνο με βάση την “πολιτική” του θέση το στραγγαλίζει. Το σημερινό ζητούμενο είναι η δραστικότητα του έργου. Και όσο πιο δραστικά επιχειρείται η μεταφορά ενός μύθου σε ιδέες (για να μιλήσω για την πεζογραφία), τόσο μεγαλύτερη είναι η απομάκρυνση από λογής “αλήθειες”. Άλλωστε για σημαντικά πράγματα δεν μπορείς να αποδεικνύεις αλλά μόνο να δείχνεις.
 Εσείς έχετε λίγη περισσότερη αδυναμία σε κάποιο από τα διηγήματα του βιβλίου ;
Όχι. Αν είχα τέτοιες αδυναμίες θα έπρεπε να βγάλω μια συλλογή μόνο με ένα διήγημα!  

Λένα Διβάνη :«Αρκεί να βρεθείς μια στιγμή στην ατελείωτη σαβάνα της Παταγονίας για να αντιληφθείς ότι δεν είσαι παρά ένα μυρμήγκι στην πατούσα του σύμπαντος και να πάψεις να παριστάνεις τον σπουδαίο.»


                                                                         Λένα Διβάνη 


«Αρκεί να βρεθείς μια στιγμή στην ατελείωτη σαβάνα της Παταγονίας για να αντιληφθείς ότι δεν είσαι παρά ένα μυρμήγκι στην πατούσα του σύμπαντος και να πάψεις να παριστάνεις τον σπουδαίο.»


Τι έμαθε περπατώντας στον κόσμο μοιράζεται μαζί μας η Λένα Διβάνη στο νέο της βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη .
Ένα βιβλίο με περιγραφές τοπίων ,πολιτισμών και ηθογραφικών στοιχείων από Ελβετία ,Νέα Ζηλανδία ,Αιθιοπία,Κούβα,Βιετνάμ,Βενεζουέλα,Ινδία και Παταγονία με την χαρακτηριστική γραφή της αγαπημένης συγγραφέα .
Η Λένα Διβάνη άφησε τη γενέτειρά της,τον Βόλο,στα 18 της χρόνια και ακολούθησε σπουδές και ακαδημαϊκή καριέρα στην Αθήνα.
Διδάσκει Ιστορίας εξωτερικής πολιτικής στη Νομική σχολή της Αθήνας,ενώ παράλληλα οργώνει τον κόσμο.
Κι ενώ μας αποκαλύπτει την επόμενη εξόρμησή της στο Περού,δηλώνει πως ο Βόλος είναι για εκείνη η πρώτη της αγάπη και η παντοτινή .

Τι έμαθα περπατώντας στον κόσμο,ένα βιβλίο σας που συγκαταλέγεται στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις με τη γνώριμη αυτοβιογραφούμενη γραφή σας.Θέλετε να μας δώσετε κάποια στοιχεία;

Είναι ένα βιβλίο που ανοίγοντάς το ανοίγεις μια πόρτα σ΄ένα δρόμο, ξεκινάς μια περιπέτεια, ακολουθώντας τη συγγραφέα, εμένα δηλαδή, καθώς οργώνει τις πέντε γωνιές της γης, από το Βιετνάμ μέχρι τη Γη του πυρός. Κλαις λίγο, γελάς πολύ, μαθαίνεις, σκέφτεσαι. Αυτός ήταν ο στόχος μου όταν αποφάσισα να μοιραστώ τις απίστευτες ιστορίες που έζησα με τους αναγνώστες μου.

Διαβάζοντας το τόσο ενδιαφέρον βιβλίο σας σκεφτόμουν ότι συνήθως βιαζόμαστε να μοιραστούμε τις δυνατές εμπειρίες μας .Εσείς,ωστόσο, περιμένατε αρκετά μέχρι να τις καταθέσετε στους αναγνώστες ....
Πράγματι, περίμενα αρκετά. Δεν ήθελα να είμαι συγγραφέας όταν έκανα αυτά τα ταξίδια, ήθελα να αδειάσω το μυαλό μου, να ξεκουραστώ από τον εαυτό μου, να είμαι μια ταξιδιώτισσα και τίποτα άλλο. Αλλά ποιόν πήγαινα να κοροϊδέψω; Συγγραφέας είμαι από κούνια, μάζευα λοιπόν τις ωραιότερες εμπειρίες και τελικά δεν άντεξα. Ήταν βλέπετε πολύ ωραίες για να τις κρατήσω μόνο για τον εαυτό μου!


Πόσο δύσκολο ήταν ως άνθρωπος της πόλης και των βιβλίων να αφήσετε την καρέκλα του γραφείου σας για τα ταξίδια που κάνατε ;
Καθόλου δύσκολο. Όταν γράφω βιδώνομαι στην καρέκλα μου για ώρες, μέρες, μήνες. Αλλά όταν δεν γράφω είμαι συνέχεια στο δρόμο. Η οικογένειά μου λέει ότι γεννήθηκα με τη βαλίτσα στο χέρι -όπως άλλωστε και όλη η οικογένειά μου. Αλλωστε μην ξεχνάμε: πέτρα που κυλάει δεν χορταριάζει!

Το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός είναι βασικά στοιχεία της γραφής σας .Είναι και στάση ζωής ,να υποθέσω ;

Ναι, ναι, είναι συνειδητή απόφαση όσο και έμφυτη κλίση. Νομίζω κατάλαβα σε μικρή ηλικία ότι η ζωή είναι μικρή κι εμείς οι άνθρωποι ασήμαντοι. Γιατί να παίρνουμε τον εαυτό μας τόσο σοβαρά; Τα ταξίδια μου το επιβεβαίωσαν. Αρκεί να βρεθείς μια στιγμή στην ατελείωτη σαβάνα της Παταγονίας για να αντιληφθείς ότι δεν είσαι παρά ένα μυρμήγκι στην πατούσα του σύμπαντος και να πάψεις να παριστάνεις τον σπουδαίο.

Οι διαφορετικές νοοτροπίες και πολιτικές που συναντήσατε σε τι σας έκαναν να εκτιμήσετε τη χώρα μας;
Όταν πάει κανείς στα χωριά της Αφρικής και δει την απόλυτη εγκατάλειψη, την πιο έσχατη φτώχεια, την πιο απίστευτη περιφρόνηση στην ανθρώπινη ζωή, θα νιώσει ευγνωμοσύνη που γεννήθηκε στην Ελλάδα, όσο πτωχευμένη και άθλια αν του φαίνεται. Είμαστε προνομιούχοι, πρέπει να το καταλάβουμε αυτό.

Και ποια προβλήματα θεωρείτε ότι δεν θα επιλυθούν ποτέ λόγω της δικής μας νοοτροπίας ;
Φοβάμαι ότι αντιστεκόμαστε στην αλλαγή, δεν θέλουμε να αλλάξει τίποτα, είμαστε βολεμένοι όσο και να παριστάνουμε τους εξεγερμένους. Ούτε αξιολόγηση θέλουμε να γίνει στα πανεπιστήμια για να βελτιωθούν, ούτε το δημόσιο να αλλάξει, ούτε οι πολιτικοί μας να αλλάξουν. Θέλουμε να ακούμε υποσχέσεις και γλυκά ψέματα. Γι αυτό και οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αθλιότητα παραμένει.

Ως συγγραφέα (γιατί έχετε κι άλλες ιδιότητες) το αναγνωστικό κοινό σας αγάπησε μέσα από τα μυθιστορήματά σας.Πώς κρίνετε την παραγωγή των μυθιστορημάτων σήμερα ;
Νομίζω πως βγαίνουν ωραία πράγματα και από τους γνωστούς συγγραφείς αλλά και από τους νέους που ξεκινάνε τώρα. Το βλέπει κανείς και στα βιβλιοπωλεία. Το μόνο κομμάτι στην ελληνική παραγωγή όπου υπάρχει ανάπτυξη είναι τα βιβλία!

Αλήθεια ,τι ήταν αυτό που σας έκανε να στραφείτε στη συγγραφή βιβλίων ;
Δεν ξέρω. Νομίζω ότι γεννήθηκα γι αυτό. Σίγουρα πάντως ζω γι αυτό, για να σας διηγούμαι τον κόσμο.

Η ακαδημαϊκή σας καριέρα τι γεύση σας έχει αφήσει;
Το πανεπιστήμιο από την αρχή που μπήκα ως φοιτήτρια μέχρι σήμερα που είμαι καθηγήτρια μου έχει αφήσει την πιο πικρή και την πιο γλυκιά γεύση του κόσμου. Η πικρή είναι οι αθλιότητες που λαμβάνουν χώρα εκεί μέσα και η γλυκιά είναι οι φοιτητές μου. Τίποτα δεν με κάνει πιο χαρούμενη από το μπαίνω το πρωί μέσα σε μια γεμάτη αίθουσα από χαμογελαστά και θορυβώδη 18χρονα έτοιμα να μάθουν τα πάντα για τα πάντα.

Ποιο βιβλίο που διαβάσατε πρόσφατα σας άγγιξε και θα θέλατε να μας προτείνετε ;
Πολύ ενδιαφέρουσα ήταν η αλληλογραφία του Καποδίστρια με τη Ρωξάνδρα Στούρτζα, έργο ζωής της Ε. Κούκκου. Μια άλλη εποχή, η Ελλάδα που προσπαθεί να γεννηθεί αλλά από τότε σκοτώνει τα παιδιά της.

Το ταξίδι στον κόσμο το σταματήσατε ή έχετε κι άλλα ταξίδια κατά νου;
Αστειεύεστε; Το ταξίδι δεν θα σταματήσει ποτέ, όσο έχω πόδια να περπατάω και μάτια να βλέπω. Το επόμενο μεγάλο είναι για τον Ιούλιο, το Περού των Ίνκας.

Εκτός από τη φυσική φθορά που επιφέρει ο χρόνος ,τι νομίζετε ότι γερνά έναν άνθρωπο ;
Η επανάληψη, η ρουτίνα που σε κάνει άνθρωπο-τρόλευ. Αυτήν αποφεύγω σαν το διάολο με το θυμίαμα και γι αυτό δεν πρόκειται να γεράσω εύκολα!

Ο Βόλος,εκτός από γενέτειρά σας,τι άλλο σημαίνει για εσάς;
Ο Βόλος για μένα είναι η ΙΟΝ αμυγδάλου μου: Η πρώτη αγάπη και παντοτινή!

Θα θέλατε να κλείσουμε με μια ευχή ;
Εύχομαι σε όλους μας την καινούρια χρονιά που ξημερώνει να τα αφήσουμε όλα τα μαύρα πίσω μας και να ταξιδέψουμε μακριά με αεροπλάνα, με βαπόρια, με τρένα ή έστω με το μυαλό μας (που είναι και δωρεάν).


Τατιάνα Αβέρωφ «Όπου υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχουν πάθη, μίση, μικρές ή μεγάλες «αμαρτίες», άρα και μυστικά, ένοχα ή αθώα.»

                                                             Τατιάνα Αβέρωφ

«Όπου υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχουν πάθη, μίση, μικρές ή μεγάλες «αμαρτίες», άρα και μυστικά, ένοχα ή αθώα.»


Το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημά της με τίτλο «Έγκλημα στον Παράδεισο» (εκδ.Μεταίχμιο) είναι η αφορμή της συζήτησής μας με την Τατιάνα Αβέρωφ.
Η συγγραφέας μιλά για το βιβλίο της,για τους λόγους που την έστρεψαν στη συγγραφή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος ,καθώς και για τη συνέχεια του μυθιστορήματος Δέκα ζωές σε μία,που αναφέρεται στη ζωή του πατέρα της ,πολιτικού Ευάγγελου Αβέρωφ.


Έγκλημα στον Παράδεισο», ο τίτλος του βιβλίου σας. Θέλετε να μας δώσετε κάποια στοιχεία;
Πρόκειται για μια αστυνομική ιστορία τοποθετημένη σ’ ένα χωριό της ορεινής Ελλάδας, σε εποχή σημερινή. Η υπόθεση με δυο λόγια: Ο αστυνόμος Περικλής Γαλάνης έρχεται απ’ τα Γιάννενα για να εξιχνιάσει τον μυστηριώδη θάνατο του δημάρχου Κωλέττη, ενός ξεχωριστού ανθρώπου που όλοι πίνουν νερό στο όνομά του. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά: Τι είδους συναναστροφές είχε ο δήμαρχος και ποιος μπορεί να ήθελε το κακό του; Πώς εμπλέκεται στην υπόθεση η επικίνδυνα ελκυστική αγροτική γιατρός που αυτή πρώτη εξέτασε την σορό; Τι ρόλο παίζει η χήρα του δημάρχου; Τι κρύβουν οι μοναχοί του κοντινού μοναστηριού και ποιος είναι ο ρόλος της εκκλησίας; Πώς θα αντιμετωπίσει ο Γαλάνης τα επίμονα εμπόδια που του θέτει ο ντόπιος αστυνομικός; Θα καταφέρει να διεισδύσει σ’ αυτή την παράξενη μικρή κοινότητα με τα μυστικά της και τα ψέματά της ώστε να λύσει την υπόθεση; Η ιστορία ξεδιπλώνεται σε γρήγορους ρυθμούς, στο επίκεντρο είναι το έγκλημα και η διαλεύκανσή του, ενώ βέβαια σημαντικό ρόλο παίζουν και οι γνωστοί πάντα «συνεργοί» μου: οι χαρακτήρες, η ψυχολογία τους, ο τόπος, η ατμόσφαιρα, ο μικρόκοσμος του χωριού.

Πώς προέκυψε η συγγραφή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος;
Μου αρέσει γενικά να καταπιάνομαι με διαφορετικά είδη γραφής. Το αστυνομικό ήταν για μένα μια ενδιαφέρουσα πρόκληση. Επίσης, ήθελα να «ξεκουραστώ» μετά την μακριά περίοδο συναισθηματικής φόρτισης που βίωσα γράφοντας το προηγούμενό μου μυθιστόρημα, το Δέκα ζωές σε μία,που αναφέρεται στη ζωή του πατέρα μου.
Υπάρχουν συγγραφείς που κινητοποίησαν και τη δική σας «πένα»;
Πολλοί και διάφοροι συγγραφείς, σε διαφορετικές ηλικίες και φάσεις της ζωής μου, δεν είναι εύκολο να σας απαντήσω αναλυτικά.  Πολλά οφείλω νομίζω στα παιδικά και εφηβικά μου αναγνώσματα που χάρη σ’ αυτά γνώρισα την απόλυτη χαρά της αναγνωστικής απόλαυσης. Πολύ αργότερα πάλι, όταν άρχισα να γράφω, μου ταίριαξαν συγκεκριμένοι συγγραφείς (Βιρτζίνια Γουλφ, Τόμας Μπέρνχαρντ, Τζον Μπάνβιλ, Ιαν Μακγιούαν, Τζ. Μ. Κουτσύ) που με κινητοποιούσαν και με ενέπνεαν, χωρίς να μπορώ να πω ότι αναγνωρίζω συγκεκριμένες επιρροές στο ύφος της δικής μου γραφής.
Πόσο σας βοήθησαν οι σπουδές και η καριέρα σας ως ψυχολόγος, στη συγγραφή του βιβλίου;
Δεν ασκώ πια την ψυχολογία, αλλά είναι κομμάτι του εαυτού μου, τρόπος σκέψης, φιλοσοφία ζωής. Άρα, θέλω δε-θέλω, εκφράζεται αυτόματα σε όλα μου τα βιβλία μου, μέσα από τους χαρακτήρες, στην όλη σύλληψη, στα βαθύτερα μοτίβα, με χίλιους δυο τρόπους.
Οι κεντρικοί σας ήρωες, η γιατρός Μαρία και ο αστυνόμος Περικλής γράφουν μια δική τους παράλληλη με την εξέλιξη της επίλυσης των εγκλημάτων ιστορία, ως αντιστάθμισμα στο κακό, τον θάνατο, το έγκλημα;Θα μπορούσατε να το πείτε κι έτσι, αν και δεν ήταν κάτι που σκέφτηκα συνειδητά. Απλώς οι ήρωες ενός μυθιστορήματος είναι για μένα στο επίκεντρο πάντα του ενδιαφέροντός μου, αυτούς με ενδιαφέρει να ανακαλύψω και να γνωρίσω από κοντά. Ένα μυθιστόρημα κατά τη γνώμη μου είναι όσο «δυνατό» είναι οι ήρωές του, που τους παρακολουθούμε συνήθως σε μια στιγμή σύγκρουσης ή εξέλιξης στην προσωπική τους πορεία, όχι σε μια στιγμή στατική. Στην προκειμένη περίπτωση, το έγκλημα και ο εγκληματίας, ναι μεν το κεντρικό νήμα του σασπένς που τροφοδοτεί το αναγνωστικό ενδιαφέρον, αλλά προσφέρει και το πλαίσιο της πλοκής όπου ξεδιπλώνονται οι ανθρώπινες ιστορίες.
Οι μικρές κοινωνίες κρύβουν συχνά μεγάλα μυστικά. Συμφωνείτε;Απόλυτα. Όπου υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχουν πάθη, μίση, μικρές ή μεγάλες «αμαρτίες», άρα και μυστικά, ένοχα ή αθώα.
Μιλάτε ανοιχτά για «προβλήματα» στα μοναστήρια, ένα θέμα ταμπού, βάζοντας ωστόσο (τουλάχιστον αυτό ανέγνωσα εγώ) και το στοιχείο του χιούμορ (πικρό μεν, αλλά χιούμορ). Θέλετε να σχολιάσετε;
Ενδιαφέρουσα ερώτηση, σωστά το αναγνώσατε. Το χιούμορ είναι ένα στοιχείο που διεισδύει νομίζω στη γραφή μου σε όλα μου τα βιβλία. Μου βγαίνει αυτόματα, άλλοτε με αγάπη, άλλοτε με πίκρα, άλλοτε διακριτικά ή με ένα στοιχείο υπερβολής ή ειρωνείας. Είναι ο τρόπος που βλέπω τον κόσμο, ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι και σχολιάζω τα κακώς κείμενα ‒ που συνήθως συνυπάρχουν με τα «καλώς κείμενα», στον κάθε άνθρωπο και στον κάθε θεσμό της κοινωνίας μας. Έτσι και σε τούτο το βιβλίο, υπάρχει νομίζω μια λεπτή ειρωνεία που διατρέχει όχι μόνο τα κακώς κείμενα της εκκλησίας, αλλά και της αστυνομίας, της δημοτικής αρχής, της εξουσίας γενικά και της προσωπικότητας όλων των ηρώων του βιβλίου.
Η αστυνομική λογοτεχνία έχει άξιους εκπροσώπους στη χώρα μας;Πιστεύω πως ναι. Όλοι ξέρουμε τον Πέτρο Μάρκαρη που είναι επιτυχημένος και στο εξωτερικό, υπάρχουν όμως και άλλοι, η Χίλντα Παπαδημητρίου, η Μαρλένα Πολιτοπούλου, ο Πέτρος Μαρτινίδης και πολλοί ακόμα αξιόλογοι συγγραφείς που ασχολούνται με το αστυνομικό μυθιστόρημα. Το ότι οι ξένοι συγγραφείς του είδους είναι πιο ευπώλητοι θεωρώ ότι είναι θέμα μάρκετιγκ μάλλον και μεγέθους αγοράς. Εμείς είμαστε μια μικρή χώρα, γράφουμε σε μια γλώσσα που μιλάνε ελάχιστοι στον πλανήτη και δεν έχουμε το καλύτερο όνομα σαν χώρα ώστε να ενδιαφερθεί ο υπόλοιπος κόσμος να μεταφράσει και να διαβάσει σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία οποιουδήποτε είδους. Παράλληλα, εμείς ως αναγνώστες, καταναλώνουμε τα ξένα μπεστ-σέλερς θεωρώντας τα σημαντικότερα απ’ τα δικά μας, αφού η φήμη τους έχει προπορευτεί και διαβάζονται ήδη από χιλιάδες ξένους αναγνώστες.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και θα θέλατε να μας προτείνετε;Το καινούργιο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη «Ίσως την επόμενη φορά», την εξαιρετική συλλογή διηγημάτων «Μηδενική Γωνία» της Μαρίας Μαραγκουδάκη, το εναλλακτικό και περιέργως αναπτερωτικό «Ταξίδι του Οδυσσέα για τη Σύμη» του Τζώρτζη Μηλιά, και πάντα οι σταθερές αξίες: Φίλιπ Ροθ, Ίαν ΜακΓιούαν, Τζον Μπανβιλ, καθώς βέβαια και τα μεγάλα κλασσικά έργα.

Γράφετε κάτι αυτό τον καιρό; Θέλετε να μας πείτε;Δειλά-δειλά έχω ξεκινήσει τη συνέχεια του «Δέκα ζωές σε μία» ‒ μια μυθιστορική βιογραφία δηλαδή του πολιτικού πια Αβέρωφ, από το 1946 που πρωτοβγήκε βουλευτής ως το θάνατό του το 1990. Είμαι ακόμα σε ένα αρχικό στάδιο έρευνας και δεν είμαι καθόλου σίγουρη αν θα προχωρήσει το όλο εγχείρημα. Θα πρέπει να βρω τρόπο να αναφερθώ στα κυρίως χρόνια του πατέρα μου ως πολιτικού, και αυτό να το συνδυάσω με μία προσωπική ματιά και ένα δέσιμο αφηγηματικό που να συνιστά λογοτεχνία. Έχω δώσει διορία ως το καλοκαίρι στον εαυτό μου για να αποφασίσω αν είναι εφικτό ή αν θα καταπιαστώ με κάτι άλλο.
Είναι δυνατό να συμβεί έγκλημα ακόμα και στον παράδεισο;
Μα υπάρχει παράδεισος;



Παρουσίαση του βιβλίου στον Βόλο




Η Τατιάνα Αβέρωφ θα επισκεφτεί τον Βόλο για να παρουσιάσει το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο “Έγκλημα στον Παράδεισο”.
Η παρουσίαση θα γίνει την Τετάρτη, 31 Ιανουαρίου 2018, στις 6:30 μ.μ., στο Public Βόλου (Ογλ 28). Θα μιλήσει η Χαριτίνη Μαλισσόβα, εκπαιδευτικός-αρθρογράφος λογοτεχνίας. Συντονίζει ο δημοσιογράφος Σωτήρης Πολύζος. Η συγγραφέας θα συνομιλήσει με το κοινό και θα υπογράψει αντίτυπα του βιβλίου της.