24 Μαρτίου 2015

                                                             Αννίτα Παναρέτου




 " Απόδειξη της μητρικής αγάπης 
η σωματική, κυρίως όμως ψυχική και νοητική διαθεσιμότητα"




Με αφορμή το αυτοβιογραφικό βιβλίο της με τίτλο "Ψυχής Εγκώμιον"(Βιβλιοπωλείον της Εστίας), που περιγράφει τη γεμάτη κλυδωνισμούς σχέση της με την μητέρα της,
η Αννίτα Παναρέτου μιλά στις Διαδρομές για τα κοινά στοιχεία που βρίσκει  ο αναγνώστης  στη σχέση με τη δική του μητέρα αλλά και για το "αλάθητο" που δεν μπορεί να διεκδικεί κανένας γονιός.
Με τον εφιάλτη της σύγχρονης μάστιγας που λέγεται άνοια να χτυπά τη μητέρα της,αναφέρεται στα προβλήματα και στο κόστος που επιφέρει η ασθένεια αυτή στην οικογένεια.
Πόσο η ίδια μοιάζει  στην μητέρα της και πόσο εύκολο είναι να αποφύγουμε να μιμηθούμε συμπεριφορές των γονιών μας,όσο κι αν το επιθυμούμε;
Ο ρόλος της ψυχανάλυσης πόσο μπορεί να μας βοηθήσει να επουλώσουμε τις πληγές που ηθελημένα ή άθελα αφήνουν οι γονείς μας και ,τελικά, ποια είναι εκείνα  τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την ουσιαστική μητρική αγάπη;


 «Ψυχής Εγκώμιον» ο τίτλος του βιβλίου σας. Μιλάτε με άξονα τη σχέση σας με τη μητέρα σας. Πέστε μας για αυτήν ειδικά τη σχέση μητέρας-κόρης και για τα δικά σας ανάμεικτα συναισθήματα...
-Στην περίπτωσή μου υπήρχε μια αξιόλογη, χαριτωμένη γυναίκα, που, ατυχώς για μένα, δεν ανταποκρίθηκε στον ρόλο της μητέρας που εγώ είχα ανάγκη –προσπάθησε να αντιμετωπίσει προσωπικές ανασφάλειες που ποτέ της δεν συνειδητοποίησε, με μια τυραννική κτητικότητα, τελείως ασύμβατη με τη δική μου ιδιοσυγκρασία. Η συμπεριφορά της, συχνά ανακόλουθη, είχε ως αποτέλεσμα μια βασανισμένη σχέση, γεμάτη αντιφάσεις και γι΄αυτό γεμάτη κλυδωνισμούς. Από τον παράδεισο στην κόλαση και αντιστρόφως.   Μπόρεσα όμως (παρότι χρειάστηκαν δεκαετίες) να επεξεργαστώ αυτή τη σχέση, να αποφορτιστώ από τον θυμό που κουβαλούσα μέσα μου από παιδί και να «συμφιλιωθώ» με τη μητέρα μου (έστω και μονομερώς, καθώς η ίδια, πάσχοντας από άνοια, δεν είχε επίγνωση ούτε συμμετοχή),πριν πεθάνει.

Η λογοτεχνική αξία του βιβλίου είναι αδιαμφισβήτητη και ξεπερνά τη δική σας κατάθεση ψυχής, αφού ο αναγνώστης βρίσκει στοιχεία της δικής του μητέρας,ανεξάρτητα αν η σχέση του με αυτή ήταν οδυνηρή ή καλή.  
 - Ήξερα ότι ο αναγνώστης θα αναγνώριζε οικεία στοιχεία μέσα στο Ψυχής Εγκώμιον. Δεν περίμενα όμως ότι θα υπήρχε τόση ταύτιση, ακόμα και σε περιπτώσεις διαφορετικές από τη δική μου, ακόμα και με άνδρες αναγνώστες. Μισοαστεία μισοσοβαρά, τείνω να πιστέψω ότι η μητέρα μου ως προσωπικότητα και η σχέση μου μαζί της είχαν τέτοια πολυπλοκότητα, ώστε να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του σχετικού φάσματος…

Μήπως, τελικά, η κάθε μητέρα περνά από στάδια σταδιακής αμφισβήτησης της παντοδυναμίας της; 
-Φυσικά ναι, και αυτή είναι η φυσιολογική εξέλιξη. Αυτό πρέπει να συμβεί, γιατί αλλιώς τα παιδιά «ευνουχίζονται». Στην αρχή της ζωής μας δεν έχουμε επίγνωση του εαυτού μας ως αυτόνομης οντότητας. Είμαστε η μητρική συνέχεια. Μεγαλώνοντας όμως πρέπει να απογαλακτισθούμε, με δυο λόγια να γίνουμε ο εαυτός μας. Στην αντίθετη περίπτωση μάλλον έχουμε να κάνουμε με αναπηρία.

 Η εξάρτηση των παιδιών από τους γονείς τους, θεωρείτε ότι είναι θέμα της διαπαιδαγώγησής τους; Δεν πρέπει να απεγκλωβίζονται από αυτή και να ανοίγουν τα δικά τους φτερά;
-Η απάντησή μου στην προηγούμενη ερώτηση καλύπτει και αυτήν εδώ. Αυτός είναι ακριβώς ο ρόλος των γονιών: να ετοιμάσουν τα παιδιά τους για να ανοίξουν τα δικά τους φτερά. Και αυτή η ετοιμασία είναι ταυτόσημη με την συναισθηματική ασφάλεια που καθιστά ένα παιδί ικανό να βγει στον κόσμο και να τον αντιμετωπίσει. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα, η πρόκληση για έναν γονιό. 

Πόσο μπορεί να μας βοηθήσει η ψυχανάλυση για να λύσουμε τα «θέματα» της παιδικής μας ηλικίας;   
 -Πιστεύω πολύ. Ακόμα περισσότερο επειδή πρόκειται για θέματα της παιδικής ηλικίας, αφενός διότι η επίδρασή τους είναι καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία μας, αφετέρου διότι η αναγνώρισή τους χωρίς τη βοήθεια του ειδικού είναι δυσχερέστερη, αφού «αναδύονται» από μια μακρινή εποχή την οποία αδυνατούμε ή δυσκολευόμαστε να θυμηθούμε.Προφανώς όμως υπάρχουν ορισμένες βασικές προϋποθέσεις, όπως ο σωστός αναλυτής και ο βαθμός επιθυμίας και θέλησης του αναλυόμενου να συνεργαστεί ουσιαστικά.

 Η μητέρα σας έπασχε από άνοια, σύγχρονη μάστιγα της τρίτης ηλικίας στην εποχή μας. Θέλετε να μας σκιαγραφήσετε την εμπειρία σας;   
-Θα την χαρακτήριζα εφιαλτική, για τα δικά μου μέτρα και δεδομένης της ιδιάζουσας σχέσης αλληλεξάρτησης που είχαμε οι δυο μας. Αναμφισβήτητα είναι μια πολύ μεγάλη δοκιμασία, η οποία γίνεται μεγαλύτερη όσο η κατάσταση επιδεινώνεται και όταν ο πάσχων εξακολουθεί να συμβιώνει με τους δικούς του ανθρώπους. Εκεί δημιουργείται και το δίλημμα: κατά πόσον είσαι διατεθειμένος να συνεχίσεις την συγκατοίκηση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη ζωή τη δική σου και της υπόλοιπης οικογένειας. Και συνεπάγεται πολλά, δυστυχώς…Εγώ είχα την κατανόηση και τη στήριξη της οικογένειάς μου και δεν απόθεσα την μητέρα μου σε κάποιο ίδρυμα. Παράλληλα όμως κατέβαλα το τίμημα, καθώς προσπαθούσα και τη μητέρα μου να φροντίσω και την οικογένειά μου να κρατήσω μακριά από τις εκδηλώσεις της ασθένειας και, παράλληλα, να βρίσκομαι και κοντά της και κοντά τους –δεν ήταν ούτε εύκολος ούτε πάντα κατορθωτός ο συγκερασμός.

Φιλοσοφικές αναζητήσεις και κατάθεση ψυχής καλύπτουν μεγάλο μέρος του βιβλίου σας, αγγίζοντας πολλές πτυχές της ζωής σας, όπως ο έρωτας και η δική σας οικογένεια.   Όλα είναι συνυφασμένα με τη μητέρα σας, και αν ναι, με ποιον τρόπο και σε ποιο βαθμό; 
  -Αν η μητέρα μου δεν ήταν αυτή που υπήρξε, δεν θα ήμουν κι εγώ αυτή που είμαι. Αν η σχέση μαζί της ήταν άλλη, αν η ανατροφή που μου έδωσε και η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία μεγάλωσα ήταν άλλες, σίγουρα η ζωή μου θα ήταν διαφορετική, το ίδιο και οι αντιλήψεις μου, και, κατά συνέπεια, ένα μεγάλο μέρος των επιλογών μου.

 Στο τέλος του βιβλίου παραδέχεστε ότι διαπιστώνετε πως μοιάζετε στη μητέρα σας, παρόλο που σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης δεν κρύβετε τη δυσαρέσκειά σας για τη συμπεριφορά της απέναντί σας. Σας αρέσει που συμβαίνει αυτό; 
-Μάλλον δεν θα έλεγα ότι μου αρέσει –ούτε και ότι δεν μου αρέσει- γενικώς και αορίστως (ασφαλώς και μου αρέσουν όσα καλά μου έχει κληροδοτήσει, αλλά η αίσθηση ότι όσο περνά ο χρόνος της μοιάζω, είναι διαφορετική από τη διαπίστωση μερικών επιμέρους ομοιοτήτων). Θα έλεγα ότι με εντυπωσιάζει βαθιά, ή και ότι με συγκινεί. 

 Πιστεύετε πως αποφύγατε τα λάθη της μητέρας σας στα δικά σας παιδιά; 
-Προσπάθησα να τα αποφύγω και νομίζω ότι εν πολλοίς το κατόρθωσα (αν και σκέφτομαι ότι ίσως, σε μερικές περιπτώσεις, έφτασα στο άλλο άκρο). Αλλά -όπως όλοι- έκανα άλλα λάθη, τα δικά μου λάθη. Το αλάθητο δεν ισχύει στην περίπτωση της μητρότητας (και της πατρότητας, βέβαια). Και είναι λογικό αυτό, από τη στιγμή που στη σχέση γονιών-παιδιών ενέχονται διαφορετικές προσωπικότητες, με διαφορετικές ανάγκες και αντιδράσεις. Εξ ου και οι διαφορές χαρακτήρα ανάμεσα στα αδέλφια που γεννήθηκαν από τους ίδιους γονείς και μεγάλωσαν στο ίδιο σπίτι, οι οποίες (λανθασμένα) θεωρούνται από πολλούς ως ανεξήγητες.

 Αποδείξεις, ουσίας, της μητρικής αγάπης προς το παιδί:Ποιες ιεραρχείτε εσείς;   
 -Την κατά το δυνατό αδιάκοπη διαθεσιμότητα, σωματική, κυρίως όμως ψυχική και νοητική. Δηλαδήνα έχουμε τα αυτιά μας ανοιχτά, να είμαστε πρόθυμοι να συζητήσουμε, να θυμηθούμε τη δική μας παιδική/εφηβική/νεανική ηλικία, να αποφύγουμε την υπεροψία της αυθεντίας, να κρίνουμε αλλά να μην γινόμαστε άτεγκτα/εισαγγελικά καταδικαστικοί, να είμαστε κοντά όταν τα παιδιά λαθεύουν και αποφασισμένοι να παραδεχτούμε το δικό μας μερίδιο ευθύνης γι΄αυτά τα λάθη. Αυτή είναι, πιστεύω, μια αγάπη γόνιμη, ικανή να κάνει καλύτερους κι εμάς τους ίδιους.


Ψυχής Εγκώμιον,Αννίτα Παναρέτου,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Μια επώδυνη προσωπική ανασκαφή με άξονα τη σχέση μητέρας-κόρης


Το βιβλίο αυτό είναι ένα ιδιωτικό προσκυνητάρι· μια αναθηματική πλάκα στην απουσία, ένα εκτενές επιτύμβιο. Και μαζί, είναι μια εκ βαθέων προσωπική εξομολόγηση, η αποτύπωση μιας επώδυνης ψυχικής ανασκαφής: η Αννίτα Παναρέτου μιλάει για τη δύσκολη σχέση με τη μητέρα της και μιλώντας γι’ αυτήν ξετυλίγει τη διαδρομή της δικής της μεταμόρφωσης, της μετάβασης «απ’ αυτό που ήμουν ή που ήθελα να είμαι», καθώς γράφει, «σ’ αυτό που προσπάθησα ή που μπόρεσα να γίνω»· αναψηλαφώντας τα ίχνη αυτής της σχέσης στο ψυχικό της πεδίο και τη διαδικασία αποκρυπτογράφησής τους συνθέτει ένα βιβλίο απροκάλυπτα εξομολογητικό και εξαιρετικά ανταποδοτικό: Ο αναγνώστης μοιράζεται την οδύνη αλλά και την απελευθερωτική ευφορία της αυτοαποκάλυψης, αναγνωρίζοντας κομμάτια της ζωής και της εμπειρίας του. Γιατί, ακόμη κι αν τα εξιστορούμενα γεγονότα αποκλίνουν σημαντικά από το βίωμά του, η σχέση με τη μητέρα, τη δοτική, την τρυφερή, την κατανοητική, αλλά και την καταβροχθιστική, την απειλητική, την υπερπροστατευτική, την επικριτική, την παθητική, την απούσα (διαλέγουμε και παίρνουμε) μητέρα είναι αρχέτυπη, παντοδύναμη, πανταχού παρούσα.(Κατερίνα Σχινά,Καθημερινή)



Πώς ακριβώς όμως γράφεται ένα κείμενο πορείας προς την αυτογνωσία; Η Παναρέτου χρησιμοποιεί, όπως είναι αναμενόμενο, το πρώτο ενικό, παρεμβάλλει ωστόσο στις διηγήσεις της και άλλα στοιχεία: ημερολογιακές σημειώσεις που κράτησε σε προγενέστερο χρόνο για τα διατρέξαντα, αποσπάσματα συνομιλιών της με την ψυχαναλύτρια η οποία την παρακολούθησε για ένα διάστημα, όπως και μια αφήγηση της μητέρας για τα δικά της παιδικά χρόνια και τον πρώτο της έρωτα. Η τελευταία είναι βεβαίως και το ύπατο τεκμήριο για την κατάκτηση της αυτογνωσίας: η πιο δραστική μέθοδος προκειμένου να μας πείσει η συγγραφέας για το ποιόν της εξομολόγησής της. Αναλόγως πειστικές βρίσκω και τις σελίδες όπου γίνεται λόγος για τους δεσμούς που θα αναπτύξει η κόρη τόσο με τον φυσικό της πατέρα όσο και με τον πατριό της. Θα συμβάλουν αμφότεροι, με τη μετριοπάθεια και τη στοχαστική τους διάθεση, στη συντήρηση της φλόγας της ελευθερίας σε μιαν εποχή που δεν θα επιτρέψει ούτε μία υπόνοια ελευθερίας. Και αυτό θα δώσει στο βιβλίο της Παναρέτου ένα επιπλέον συγκινησιακό βάρος. (Β.Χατζηβασιλείου,Το Βήμα)
Ένα εξαιρετικό αυτοβιογραφικό βιβλίο,με αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική αξία στο οποίο κάθε αναγνώστης βρίσκει στοιχεία της σχέσης του με τη δική του μητέρα.
Ένα βιβλίο- ερέθισμα για την προσωπική μας ανασκαφή.
Χαριτίνη Μαλισσόβα.
 


Βιογραφικό

Η Αννίτα Π. Παναρέτου γεννήθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε αγγλική και ελληνική φιλολογία. Έλαβε το διδακτορικό της δίπλωμα από τη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Έχει δημοσιεύσει μελέτες για πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ενώ αφιέρωσε πολλά χρόνια στη μελέτη της ελληνικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Έργα της σε αυτοτελείς εκδόσεις είναι: "Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, συνολική θεώρηση του έργου του", (βραβείο Ακαδημίας Αθηνών),
Επικαιρότητα, 1990, 
"Εργογραφία-βιβλιογραφία Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου 1916-1982", Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 1990, 
"Μια ιστορία καλοκαιρινή", παιδικό αφήγημα, Καστανιώτης, 1992, "Ελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία (επιμ.)", 5 τόμοι, Επικαιρότητα, 1995, "Παντελής Πρεβελάκης, οι δρόμοι του ζωντανού χρόνου", Καστανιώτης, 1996, 
"Ελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία", Σαββάλας, 2002, 
"Η ηδονή και η οδύνη των βιβλίων: Χρυσοστόμου Γανιάρη βίος και έργα", Ε.Λ.Ι.Α., 2002. 
Έχει μεταφράσει δοκίμια και μυθιστορήματα, στα οποία περιλαμβάνονται:
 Eric Ambler, "Υπόθεση Ντελτσώφ", Κριτική, 1989, Paul Kennedy, 
"Η άνοδος και η πτώση των μεγάλων δυνάμεων: οικονομική μεταβολή και στρατιωτική σύγκρουση από το 1500 ως το 2000", Αξιωτέλλης, 1990, William Golding, "Το κωδωνοστάσιο", Ζαχαρόπουλος, 1991.