13 Μαρτίου 2016

Αλέξανδρος Ψυχούλης:"Οι ευτυχισμένες στιγμές δεν είναι πέρασμα. Είναι προορισμοί "

        Αλέξανδρος Ψυχούλης





"Οι ευτυχισμένες στιγμές δεν είναι                   πέρασμα. Είναι προορισμοί "




Το "Μανιφέστο της ευτυχίας",μια σειρά από επιλεγμένες δουλειές της πορείας του Αλέξανδρου Ψυχούλη που θα φιλοξενείται στο χώρο Τέχνης "δ" μέχρι τις 15 Απριλίου,είναι η αφορμή της συζήτησής μας με τον γνωστό εικαστικό και καθηγητή του τμήματος Αρχιτεκτόνων  του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Ο Αλέξανδρος Ψυχούλης σε μια εκ βαθέων συνέντευξη μιλά για τις καλές τέχνες,για το δέσιμό του με τη γενέτειρα πόλη του,τον  Βόλο και για την εμπειρία του με τους φοιτητές του.Και ,φυσικά,δεν θα μπορούσε να μην μας μιλήσει για τα στοιχεία που κατά την άποψή του συνθέτουν την ευτυχία.



Το "Μανιφέστο της Ευτυχίας” τίτλος της έκθεσής σας  που θα φιλοξενείται στον χώρο τέχνης "δ",(Χατζηαργύρη 4)μέχρι τις 15 Απριλίου.

Πείτε μας λίγα λόγια.


Είναι μια έκθεση που περιλαμβάνει επιλεγμένες δουλειές από πολύ διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής μου. Τη στήνω με μια διάθεση παιγνιώδους στοχασμού για το τι στο καλό κάνω όλα αυτά τα χρόνιαΠροσπαθώ να καταλάβω αν τα διαφορετικά πράγματα που ασχολήθηκα συνδέονται υποδόρια, αν προκύπτει κάποιου άλλου τύπου συντακτικό ή απλώς έτρεχα με μια χαλασμένη πυξίδα στα χέρια μου. Είναι πάντως μια έκθεση που θα αφιέρωνα σ’ εκείνους που νιώθουν πως δεν θα γίνουν ποτέ «συστηματικοί άνθρωποι». 

 

 

Γιατί,παρόλο που πρόκειται για έργα διαφορετικών περιόδων και προφανώς διαφορετικών εκθέσεων,επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο;

Είναι έργα δικών σας ευτυχισμένων στιγμών ή θέλατε να περάσετε κάποιο αισιόδοξο μήνυμα;

 

Δεν νιώθω τόσο σοφός ώστε να θέλω να μοιράσω μηνύματα. Η δε ζωή μου ήταν ένα πανηγύρι αβεβαιότητας. Απλά ψάχνοντας προς τα πίσω τα αρχεία μου βρήκα ένα μικρό χαρτάκι με πέντε σειρές γραμμένες με μολύβι που είχε τίτλο «το Μανιφέστο της Ευτυχίας». Το είχα γράψει όταν ήμουν 24 χρονών. Σπούδαζα ακόμα και η οικονομική μου κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Είχα καταλάβει τότε πως αν ήθελα να ακολουθήσω την ζωγραφική ως επάγγελμα θα έπρεπε να καθορίσω ποια είναι τα αναγκαία συστατικά της προσωπικής μου ευτυχίας. Έγραφα λοιπόν στο χαρτί πως  «Θα είμαι ευτυχισμένος, αν έχω κάπου να μένω, κάτι να τρώω, πολλά χαρτιά και πολλά μολύβια». Ανέκαθεν είχα πολλά περισσότερα τα οποία τα απόλαυσα ως περίσσευμα ευτυχίας. Αυτό το χαρτί θα είναι αναρτημένο στην έκθεση σαν την αρχή μιας αφήγησης. 

 

Πόση ανάγκη (και έλλειψη ευτυχίας) υπάρχει πια στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια;

Θέλει ψυχραιμία για να μεταλαβαίνεις την ευτυχία σε συνθήκες διαρκούς και συλλογικού σοκ σαν αυτό που ζούμε σήμερα σαν Έλληνες. Θα την ανακτήσουμε, θα γίνουμε σοφότεροι, θα συνέλθουμε.

 

Ανήκετε στη γενιά που "πρόλαβε" να δημιουργήσει σε περιόδους ευημερίας (έστω πλασματικής). Ποια είναι η πορεία στα πράγματα που σχετίζονται με την Τέχνη σας στην τριακονταετία που πέρασε;

Ανέκαθεν ένιωθα τυχερός που κάνω ένα επάγγελμα που δεν είναι επάγγελμα. Έκανα κάτι που αγαπούσα και που δεν με άφησε ποτέ να πλήξω. Πιστεύω πως λίγο πολύ με τον ίδιο τρόπο θα έκανα τα πράγματα είτε είχα εμφανιστεί σε περίοδο ευημερίας είτε όχι.

 

Η σχέση σας με την πόλη του Βόλου δείχνει να είναι αδιάρρηκτη, αφού, παρόλη την διαδρομή σας εκτός Βόλου, βρίσκεστε πια εδώ. Θέλετε να μας μιλήσετε γι αυτό;

Όταν έφυγα το 1984 για σπουδές πίστευα πως δεν θα ξαναγύριζα ποτέ. Δεν είχα δει πολλά πράγματα ακόμα. Τα δεκαέξι χρόνια που ακολούθησαν οι επισκέψεις μου στο Βόλο ήταν σπάνιες. Επέστρεψα το 2000 με αφορμή το Πανεπιστήμιο. Λίγες μέρες την εβδομάδα στην αρχή και σιγά σιγά όλο και περισσότερο. Τώρα έχω καταφέρει να ζω τον περισσότερο καιρό εδώ, να έχω το εργαστήριό μου, αγαπημένους φίλους, το Τμήμα Αρχιτεκτόνων που είναι μια άλλη «οικογένεια», την απίστευτη θέα του Παγασητικού από το μπαλκόνι μου, τις ευωδιές των τσιπουράδικων να μου αλλάζουν το πρόγραμμα κάθε τόσο. Πια νιώθω πως όταν δεν είμαι στο Βόλο δεν ζω, πως κάνω ένα μακροβούτι κρατώντας την ανάσα μου και περιμένω να επιστρέψω.

 

Λένε για εμάς τους Βολιώτες ότι είμαστε λίγο "σωβινιστές"! Τι είναι αυτό που μας κάνει να αγαπάμε τόσο πολύ αυτόν τον τόπο;

Εγώ δεν το έχω ακούσει. Αυτό που ακούω είναι τα αστεία σχόλια για τον χορταστικό τρόπο με τον οποίο οι Βολιώτες προφέρουμε το «λι» και «νι». Αλλά κι αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από ένα είδος «γλωσσικού τόπου» που με κάνει να νιώθω ότι είμαι σε οικείο έδαφος όταν το ακούω. 

Πάντως δεν είναι αδικαιολόγητα σωβινιστής κάποιος που έχει το Πήλιο από πάνω του, τη θάλασσα μπροστά του και μια γαστρονομική ταυτότητα τσιπουροκατάνυξης που θα τη ζήλευε κι ο μεγαλύτερος σεφ.

 

Διδάσκετε στη σχολή Αρχιτεκτόνων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.Το συγκεκριμένο επάγγελμα (του Αρχιτέκτονα) ήταν από τα πρώτα που "επλήγησαν" με την έλευση της Κρίσης. Ποιο είναι το κίνητρο που κάνει αυτά τα παιδιά να συνεχίζουν τις σπουδές τους; (ποια η δική σας αίσθηση και πώς ενισχύετε την αισιοδοξία τους;)


Το να έχουν οι φοιτητές που πρωτομπαίνουν στο Πανεπιστήμιο κάποιο κίνητρο για αυτό που θα σπουδάσουν είναι μάλλον σπάνιο στην Ελλάδα. Η μέση εκπαίδευση δεν τους έχει προετοιμάσει. Αρχίζουν τις σπουδές τους σα να υπνοβατούν. Το κάνουν γιατί οι γονείς τους τους έμαθαν πως αν γίνουν επιστήμονες θα έχουν μια καλύτερη ζωή. Η πίστη πως οι πανεπιστημιακές σπουδές είναι συνώνυμο της ευημερίας έρχεται αναλλοίωτη από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης και μεταδίδεται μηχανικά από γενιά σε γενιά. Τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει, οι φοιτητές το διαισθάνονται ή το γνωρίζουν αλλά δεν έχουν κάποια εναλλακτική λύση. Αν προσπαθούσαμε στην σχολή Αρχιτεκτόνων του Βόλου να προσφέραμε απλά την κατάρτιση που χρειάζεται ο Αρχιτέκτονας ώστε να μπορεί να σχεδιάσει ένα σπίτι θα είχαμε αυτοακυρωθείΟι περισσότεροι δεν θα έχουν ποτέ την ευκαιρία να χτίσουν κάτι. Αυτό που κάνουμε λοιπόν είναι να τους δείχνουμε ένα σωρό άλλες προοπτικές που δεν είχαν φανταστεί και που εντάσσονται στην έννοια του «σχεδιασμού». Σιγά σιγά τοποθετούν τους εαυτούς τους σε μια κατεύθυνση που τους αρέσει. Θέλουμε οι απόφοιτοί μας να έχουν αναπτυγμένη την κριτική σκέψη και να κάνουν πράγματα που τους συναρπάζουν. 

 

Η τέχνη σας στις δεκαετίες που αναδειχθήκατε σχετιζόταν αρκετά με το lifestyle. Κρίνετε πως κι εκεί υπήρχε μία υπερβολή η οποία καλώς κόπασε;

 

Οι επίχρυσες εποχές χρειάζονται το life styleτους, οι δύσκολες χρειάζονται αλήθειες. Το LifeStyle σχετιζόταν με την αγορά της τέχνης.Έπειθε τους ανθρώπους πως ένας τοίχος είναι πιο όμορφος όταν κρέμονται έργα τέχνης πάνω του. Σήμερα αυτός που θα αναρτήσει έναν πίνακα μέσα στο σπίτι του θα το κάνει από μιας μορφής αναγκαιότητα. Θα αποφασίσει πως θέλει να ζήσει μαζί του. 

 

Πόσοι πραγματικά ασχολούνται με την Τέχνη από πραγματική αγάπη προς αυτή σε σχέση με το ποσοστό όσων δείχνουν να ασχολούνται μόνο εικονικά;

 

Δεν ξέρω κανέναν να ασχολείται μόνο εικονικά. Θέλω να πω ότι από τη στιγμή που κάποιος εμπλέκεται με τις τέχνες είτε ως δημιουργός είτε ως θεατής το κάνει γιατί η ψυχή του το υπαγορεύει. Σήμερα δεν υπάρχει κάποιο άλλο όφελος. Το αν το κάνει με τρόπο ουσιαστικό ή όχι είναι ένα άλλο θέμα.

 

Τελικά "λίγοι και καλοί" ή γνωστοποίηση στο ευρύ κοινό της τέχνης;

Θυμάμαι ότι από πολύ νωρίς αντιλαμβανόμουν την επαφή μου με την Τέχνη ως ένα ατελείωτο παιχνίδι κι αυτό που μ’ ενδιέφερε ήταν να βρίσκω όσο το δυνατόν περισσότερους «συμπαίκτες». Πλάι στα έργα της έκθεσης στην γκαλερί «δ» θα υπάρχουν μικρά κείμενα, όχι επεξηγηματικά, αλλά περιγραφικά ως προς τις συνθήκες και τις σκέψεις που είχα την εποχή που τα έκανα. Το κάνω σα να ανοίγω ακόμα μια είσοδο προσέγγισης στις ακίνητες εικόνες της έκθεσης. Θα ήθελα ο κάθε θεατής να βρει αβίαστα τρόπο να τοποθετήσει τον εαυτό του μέσα σ’ αυτές.

 

Το διαδίκτυο πόσο βοηθά (ή πόσο αποπροσανατολίζει) στην προώθηση των Τεχνών;

 

Στην δεκαετία του 90 ανήκα σ’ εκείνους που ευαγγελιζόταν το Δίκτυο σαν μια ελεύθερη κοινότητα που αντιπαρερχόταν ζητήματα χρόνου, τόπου και εξουσίας. Σ’ αυτή τη δεκαετία αναπτύχθηκε το κίνημα της net art, καλλιτεχνών δηλαδή που έκαναν έργα αποκλειστικά για το Διαδίκτυο. Ήταν μοιρασμένα σε όλους κι είχαν κατασκευαστεί για να έρχεσαι σε επαφή με αυτά μέσω της οθόνης. Θεωρούσαμε πως η ψηφιακή εποχή έφερνε έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο σκέψης και πως έπρεπε να είμαστε δραστήριοι μέσα στο Internet ώστε αυτό να διαμορφώνεται προς την κατεύθυνση που επιθυμούσαμε. Σήμερα – μόλις 15 χρόνια μετά – φαίνεται να έχουμε ηττηθεί κατά κράτος. Τα κοινωνικά δίκτυα είναι πια καλοστημένες μηχανές ελέγχου. Κάθε φορά που το Facebook προστάζει να κάνουμε likeή «να είσαι ο εαυτός σου», ζητά να ταΐσουμε τον αλγόριθμό του με προσωπικά δεδομένα που θα πουλήσει σε διαφημιστικές εταιρίες. Ένα νέο είδος καλλιτεχνικής πρακτικής βρίσκεται στα σκαριά αυτή την εποχή και έχει να κάνει με την πιθανότητα αντίστασης σ’ αυτή τη νέα βαρβαρότητα. 

 

Ποιος (ή ποιοι) "κινητοποίησαν" την αγάπη σας για τις Καλές Τέχνες; (οι περισσότεροι θυμόμαστε την Γκαλερί Ψυχούλη στην οδό Κουταρέλια

-ποια η σχέση σας;)

Ο πατέρας μου εκτός από οινολόγος ήταν πολύ καλός ακουαρελίστας ενώ η μητέρα μου ζωγραφίζει ακόμα και βελτιώνεται. Η «γκαλερί Ψυχούλη» ήταν το δικό τους όραμα που το πραγματοποίησαν στην δεκαετία του 80, στο Βόλο. Ήταν μια πραγματικά μεγάλη για τα δεδομένα του Βόλου αίθουσα που φιλοξένησε σημαντικές εκθέσεις αλλά είχε ένα ελάττωμα. Ήταν ντυμένη με νοβοπάν το οποίο απορροφούσε υγρασία και μύριζε χαρακτηριστικά άσχημα. Θυμάμαι πως αυτή ημυρωδιά γινόταν υποφερτή όταν έρχονταν τα έργα των καλλιτεχνών που ευωδίαζαν λάδι ζωγραφικής. Αυτή τη λυτρωτική μυρωδιά των χρωμάτων κατάλαβα ότι έψαχνα όταν για πρώτη φορά βρέθηκα στο εργαστήριο ενός σπουδαίου ζωγράφου στην Αθήνα. Εκεί μέσα αποφάσισα να δώσω εξετάσεις για την Σχολή Καλών Τεχνών. Ήθελα να έχω κι εγώ ένα στούντιο μ’ αυτή τη μυρωδιά.

 

13)Ποια είναι τα στοιχεία που κατά την άποψή σας συνθέτουν την ευτυχία;

 

Η εμπειρία του να μάθεις να βάζεις τρικλοποδιά στο χρόνο κατ’ αρχήν. Θέλω να πω, στη νεότητά μου υπήρξε πολύς ενθουσιασμός σε γρήγορες εναλλαγές με ακραία δυστυχία, μπόλικη καλοπέραση και πλεονεξία, βιασύνη, τρελή βιασύνη ταυτόχρονα με μια αίσθηση πως αυτή η ταχύτητα δεν ήταν δική μου επιλογή.

Τώρα που άρχισα να παλιώνω εκτιμώ εκείνα που λανθασμένα θεωρούσα δεδομένα. Δεν μπορώ πια να προσπεράσω χωρίς να γεμίζω από ευδαιμονική τρυφεράδα πράγματα όπως το να ξυπνάς με την αγαπημένη σου, μια χειμωνιάτικη λιακάδα ή μια ψητή καραβίδα.Οι ευτυχισμένες στιγμές δεν είναι πέρασμα για κάτι άλλο, είναι προορισμοί και παύσεις που πρέπει να τις ρουφάς χωρίς ενοχές μέχρι το μεδούλι, αλλά αυτό το καταλαβαίνουμε όταν έχουμε παραμεγαλώσει. Τουλάχιστον έτσι έπαθα εγώ.



Βιογραφικό

Ο Αλέξανδρος Ψυχούλης γεννήθηκε στο Βόλο το 1966 και σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Τα πρώτα του έργα είναι αλληλεπιδραστικές εγκαταστάσεις οι οποίες ενεργοποιούνται από τον θεατή και διερευνούν το υποσυνείδητό του, αποκωδικοποιώντας σε  εικόνες ή ήχους τους φόβους του, τις επιθυμίες του ή τις αναμνήσεις του. Η διερεύνηση του τοπίου της ψηφιακής πραγματικότητας αποτελεί και σήμερα κεντρικό άξονα της δουλειάς του η οποία αποτελείται από εγκαταστάσεις στο χώρο, animation, και ζωγραφική.
Το 1997 του απονέμεται το βραβείο Benesse για το έργο του Black Box με το οποίο συμμετέχει στην 47η Biennale της Βενετίας.
Έχει πραγματοποιήσει 22 ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από 90 ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. 

Είναι Καθηγητής στο τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου