9 Σεπτεμβρίου 2014

                                               52 χρόνια από το θάνατο της Μ.Μονρόε.

                                        "Αφιέρωμα στη φανατική αναγνώστρια
                                            με την ιδιαίτερη αγάπη στην ποίηση"



Ήταν βεβαίως φανατική αναγνώστρια η Μέριλιν Μονρόε, είχε εκλεπτυσμένα και απαιτητικά λογοτεχνικά γούστα, όσο κι αν αυτό συγκρούεται με το παρωχημένο στερεότυπο της αλαφροΐσκιωτης «χαζής ξανθιάς» που παίρνει ναζιάρικες πόζες με την πρώτη ευκαιρία. Η βιβλιοθήκη της μάλιστα αριθμούσε περισσότερους από 400 τίτλους. Αγαπούσε ιδιαίτερα την ποίηση του Ρόμπερτ Φροστ και του Ε. Ε. Κάμινγκς, ενώ είχε τεράστια αδυναμία στον θεμελιωτή της σύγχρονης αμερικανικής ποίησης Γουόλτ Γουίτμαν και συγκεκριμένα στα «Φύλλα χλόης» του.
Βιβλία των Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, Σάμιουελ Μπέκετ, Τενεσί Γουίλιαμς, Ερνεστ Χεμινγκγουέι, Τζον Στάινμπεκ, Φ. Σ. Φιτζέραλντ, την «Αισθηματική αγωγή» του Γκυστάβ Φλομπέρ ή ακόμη και ποιήματα του Χάινριχ Χάινε έβρισκε κανείς στα ράφια της βιβλιοθήκης της - πέραν ασφαλώς των βιβλίων που έγραφαν φίλοι, όπως ο Τρούμαν Καπότε, με τον οποίο πήγαινε σε διάφορα σουαρέ και κουτσομπόλευε (αναμενόμενο εν προκειμένω) το Χόλιγουντ.

 

Οι αγαπημένες της φωτογραφίες ήταν αυτές όπου έβλεπε τον εαυτό της να διαβάζει. Η περίφημη εικόνα της σε μια παιδική χαρά του Αμαγκάνσετ στο Λονγκ Αϊλαντ να έχει βυθιστεί στις τελευταίες σελίδες του «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις (όταν η Μόλι Μπλουμ παραληρεί μονολογώντας), την οποία και απαθανάτισε η Ιβ Αρνολντ για λογαριασμό του περιοδικού «Esquire», είναι πιο κοντά σε μια πραγματικότητα που απολάμβανε πιο πολύ από κάποιες άλλες, όπου αναγκαστικά έπρεπε να σουφρώσει υποσχετικά τα χείλη της, ακόμη κι αν την περιτριγύριζε η κατάθλιψη.










 
Στο πρόσφατο, συγκινητικό καί γλαφυρό, κείμενό του στην Guardian, ὁ Ἰρλανδός συγγραφέας Τζόν Μπάνβιλ γράφει, μεταξύ ἄλλων:

*Τό γεγονός εἶναι ὅτι ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους κλόουν τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα, πού ὅμως δέν εἶχε τήν πρόθεση νά μᾶς κάνει νά γελάσουμε – ἔστω καί ἄν ἡ ἴδια ἦταν ἐξαιρετικά ἀστεία– ἀλλά νά χαθοῦμε σέ φαντασιώσεις πόθου καί ἐπιθυμίας. Ἄλλοι ἀστέρες τοῦ σινεμά παίζουν τόν ἑαυτό τους, λιγότερο ἤ περισσότερο πειστικά· ἡ Μαίριλυν δημιούργησε μιά ἐντελῶς διαφορετική ἐκδοχή τοῦ ἑαυτοῦ της, προορισμένη ὄχι νά πείσει, ἀλλά νά ἀποπλανήσει. Ἦταν ἡ ἴδια καί Φρανκενστάιν καί τέρας τοῦ Φρανκενστάιν, καί εἶναι ἀκριβῶς ἡ διαρκής, ὑποσυνείδητη ἐπίγνωση τοῦ δυϊσμοῦ αὐτοῦ πού τήν κάνει νά εἶναι ἕνα τόσο συναρπαστικό καί σαγηνευτικό πλάσμα ἀκόμη καί σήμερα, πενήντα χρόνια μετά τό θάνατό της.

*Ἀποδίδοντας τό δυϊσμό αὐτόν καί τό φαινόμενο Μαίριλυν στίς ἀποχρώσεις του, ὁ Γιῶργος-Ἴκαρος Μπαμπασάκης, τρυφερός καί ἐμπύρετα ποιητικός, ἀναφέρει:

Ἡ ὀμορφιά τῆς Μέριλιν Μονρόε εἶναι μιά ὀμορφιά πού τραγουδιέται, εἶναι σύννεφο καί χῶμα μαζί, εἶναι σάρκα καί ἀγέρας, εἶναι μιά ὀμορφιά οὐράνια, ἄυλη καί χθόνια τήν ἴδια στιγμή. Ἡ ὀμορφιά τῆς Μέριλιν εἶναι ἕνα βουρκωμένο χαμόγελο.

Αὐτό τό «βουρκωμένο χαμόγελο» συνοψίζει πολύ εὔστοχα τίς ἐσωτερικές ἀντιφάσεις πού συνέθεταν τή Μαίριλυν Μονρόε, τήν καθιστοῦσαν μοναδική καί ἀνεπανάληπτη, ἀλλά καί τήν καταδίκαζαν σέ μόνιμη ἀνισορροπία. Περίπλοκη, σκεπτόμενη καί εὔστροφη, ἀναζητοῦσε τρόπους νά ἐκφραστεῖ καί νά γίνει ἀποδεκτή. Μᾶς δίνει τήν ἐντύπωση πώς, ἀφότου ἐπινόησε τόν ἑαυτό της ὡς στάρ τοῦ Χόλιγουντ, ἐπιθυμοῦσε, ὅσο τίποτε ἄλλο, νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό σχῆμα αὐτό, τό κλουβί της, καί νά ἐφευρεθεῖ ξανά.


"Οποτε τον συναντούσε, συνήθιζε να του δίνει ένα κομμάτι χαρτί. Λίγους ανθρώπους εμπιστευόταν. Φοβόταν άλλωστε και τα «κακά λόγια». Κάτι πάντως είχε ανασύρει από τα άτακτα και εμπύρετα γραψίματά της, κάτι είχε σκαρώσει και πάλι η ξανθιά σεξοβόμβα της μεγάλης οθόνης. «Είναι ποίηση αυτό κατά τη γνώμη σου; Δες το και πες μου». Ετρεφε και γι' αυτή τη - λιγότερο γνωστή - πλευρά της μια δεδομένη ανασφάλεια. Αλλες φορές έκλεινε κάποιο χειρόγραφο σε έναν φάκελο - με εκείνα τα γράμματα που σχεδόν ορμούσαν μπροστά - και του το έστελνε ζητώντας την κριτική ματιά του.

Εκείνος πάντα την ενθάρρυνε. «Τα ποιήματα ήταν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αυτά που θα έγραφε ένας ερασιτέχνης∙ που σημαίνει ότι δεν προσποιούνταν τίποτε περισσότερο από αυτό που ήταν, δηλαδή μια έκρηξη συναισθημάτων με υποτυπώδη ή και καθόλου γνώση αυτής της τέχνης. Αλλά η ποιήτρια μέσα της - γιατί υπήρχε κάτι τέτοιο - έδινε πάντα μια μορφή στον σκοπό της». Ο ίδιος έμπιστος αναγνώστης, ο Νόρμαν Ρόστεν, αμερικανός ποιητής και παλιός φίλος του τρίτου διάσημου συζύγου της, Αρθουρ Μίλερ, είχε πει ότι η Μέριλιν Μονρόε «είχε το ένστικτο και τα αντανακλαστικά του ποιητή, της έλειπε όμως ο έλεγχος».

Δεν ήθελε βεβαίως να γίνει ποιήτρια με τη στενή έννοια του όρου. Ηθελε κάπως να αποσυμπιεστεί, να βγάλει, καταπώς λέμε, ορισμένα πράγματα από μέσα της, «να έχω μια αίσθηση του εαυτού μου» με τα δικά της λόγια. «Βοήθεια Βοήθεια / Βοήθεια / Νιώθω τη ζωή να πλησιάζει, / όταν το μόνο που θέλω / είναι να πεθάνω. / Κραυγή - / ξεκίνησες και τέλειωσες στον αέρα, αλλά το ενδιάμεσο πού ήταν;» διάβαζε το καλοκαίρι του 1961 εκείνος - τότε αποφάσισε να του στείλει αυτές τις γραμμές.

Οι στίχοι ωστόσο ανήκουν σε ένα σημειωματάριο που χρησιμοποιούσε η Μέριλιν το καλοκαίρι του 1958, στο περιθώριο των γυρισμάτων της ταινίας «Μερικοί το προτιμούν καυτό», αν και πιθανότατα το πρωτοέγραψε δύο χρόνια νωρίτερα. Η ίδια προσπαθούσε περισσότερο μέσω της γραφής, η οποία στην περίπτωσή της έλαβε σταδιακά και τον χαρακτήρα μιας ενσυνείδητης αυτοανάλυσης, να χαρτογραφήσει και να ταξινομήσει τις μεταπτώσεις του ευάλωτου ψυχικού κόσμου της, ενός κόσμου φτιαγμένου από εκτυφλωτικό φως, αλλά και μια μελαγχολική, διαβρωτική σκοτεινιά αφού «αναζητώ τη χαρά / μα είναι ντυμένη με πόνο».

Τα όσα (κατ)έγραψε επομένως στα κομψά δερματόδετα ημερολόγιά της εκείνες τις ανελέητες ώρες της βασανιστικής της εσωστρέφειας έχουν να κάνουν περισσότερο με το κυνήγι μιας θεραπευτικής ειλικρίνειας και λιγότερο με την ποίηση και την ιστορία της. Κοντολογίς, έχουν την ιδιότυπη αξία κάποιων εκλάμψεων στη μάχη της να διατηρήσει τουλάχιστον ορισμένα από τα θραύσματα του εαυτού της ανέπαφα. «Ω σιωπή, / εσύ, σιγή, μου πονάς το κεφάλι - και / μου διαπερνάς τ' αφτιά∙ / με τη σιγή των ανυπόφορων ήχων / τραντάζει το κεφάλι μου - / πάνω σε μια κατάμαυρη οθόνη / ξαναγυρνούν τα σχήματα των τεράτων, / των πιο αφοσιωμένων μου συντρόφων - / το αίμα μου κοχλάζει / κι ανάστροφα κυλάει. / Ολος ο κόσμος είναι κοιμισμένος, / αχ, γαλήνη, σε χρειάζομαι - / έστω κι ένα / τέρας γαλήνιο».

Στο δέκατο τεύχος του εξαμηνιαίου λογοτεχνικού περιοδικού «Ποιητική», το οποίο διευθύνει ο Χάρης Βλαβιανός (εκδ.Πατάκη), έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε - έστω και αποσπασματικά - τον εσωτερικό διάκοσμο αυτού του ξεχωριστού «pin-up girl» που αγαπούσε την ιταλική ζωγραφική της Αναγέννησης αλλά και τον Ροντέν και τον Ντεγκά, να ακολουθήσουμε ακριβέστερα την αντίστροφη πορεία, έξω από τα συνηθισμένα τούτη τη φορά, ξεκινώντας από τα μέσα προς τα έξω.

«Κομμάτια μας μόνο θ' αγγίξουν / κάποτε κομμάτια κάποιων άλλων - / γιατί η αλήθεια καθενός είναι αυτό / και μόνο - η δική του αλήθεια. / Μπορούμε να μοιραστούμε μόνο / το μέρος που είναι αποδεκτό / από τη γνώση του άλλου, / κι έτσι μένει κανείς / κατά το πλείστον μόνος. / Οπως και είναι προφανώς / καθορισμένο από τη φύση - / στην καλύτερη περίπτωση / η αντίληψή μας ν' αναζητά / τη μοναξιά του άλλου» έγραφε σε μια σουίτα τριών δωματίων στον εικοστό έβδομο όροφο του ξενοδοχείου της στη Νέα Υόρκη, όπου διέμενε το 1955 για μερικούς μήνες και κλωθογύριζε στο κεφάλι της την ιδέα του κενού.

(Τα ποιήματα μεταφράστηκαν από τον Γιάννη Δούκα και δημοσιεύτηκαν στο 10ο τεύχος του Περιοδικού Ποιητική.Αποσπάσματα από
δημοσίευμα της εφ.το Βήμα-1/13)


Επιμέλεια:
Χαριτίνη Μαλισσόβα
 

εφημ.Θεσσαλία 6/9/14

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου