9 Μαρτίου 2015


 

 
                                                                Άκης Παπαντώνης
                                            

                                                   Τα πρώτα βιώματα είναι καθοριστικά.
                           Η μνήμη αποκτά τα πρώτα φίλτρα που συμπληρώνει η εμπειρία
 


Ο Άκης Παπαντώνης μιλά στις Διαδρομές για το πρώτο του βιβλίο με τίτλο "Καρυότυπος"που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.
Με τη μοναξιά να διατρέχει τον ήρωά του ,αναλύει την εσωστρέφεια του σημερινού ανθρώπου,αναφέρεται στους οικονομικούς -και όχι μόνον-μετανάστες,στην αναζήτηση της στοργής στη διάρκεια της ζωής μας αλλά και το κυνήγι της ευτυχίας.Ως εκπρόσωπος της γενιάς των 30 και κάτι, μιλά για τις προσδοκίες της,το ρόλο της στην κοινωνική δικτύωση ενώ δεν παραλείπει τους λογοτέχνες που θαυμάζει και που επηρέασαν τη γραφή του.
 

"Καρυότυπος" ο τίτλος του πρώτου σας βιβλίου, μια καλοδουλεμένη νουβέλα με κεντρικό ήρωα έναν Έλληνα μοριακό βιολόγο-ερευνητή. Θέλετε να μας μιλήσετε γι’ αυτό;
Καρυότυπος ονομάζεται η κυτταρολογική τεχνική μέσω της οποίας μπορεί να απεικονιστεί το συνόλο των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου. Για τη νουβέλα μου ο όρος αυτός αποτελεί τόσο τον τίτλο όσο και τη ραχοκοκκαλιά της αφήγησης: ένας μοριακός βιολόγος μετακομίζει από την Αθήνα στην Οξφόρδη για να εργαστεί σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα. Εκεί, ξένος μεταξύ ξένων, μέσα από τα πειράματά του αναζητά απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βασανίζουν. Είναι η στοργή εγγενές ή επίκτητο χαρακτηριστικό; Είναι η μοναξιά επιλογή ή αναπόδραστη ανθρώπινη συνθήκη; Πότε απαλλάσσεται κανείς από το βάρος των πρώτων βιωμάτων;

Πρόθεσή μου, κατά τη σύνθεση των δεκαεννέα χιλιάδων λέξεων του βιβλίου ήταν ένα σχόλιο για τη ρίζα της εσωστρέφεια της σύγχρονης ζωής—για τον ίλιγγο του να είσαι «μόνος ανάμεσα σε πλήθος (μόνων)» και το βάρος των πρώτων βιωμάτων. Έτσι, καθώς διατρέχουμε χρωμόσωμα-χρωμόσωμα τον «καρυότυπο» του ήρωα, προσπάθησα να ανασυστήσω την αναμέτρηση ενός ανθρώπου που παραμένει παρατηρητής της ζωής του με τις ρίζες του, τη χώρα στην οποία ζει, τη χώρα την οποία άφησε, τη γλώσσα, την εικόνα του εαυτού του, την οικογένειά του, το άλλο φύλο, τις επινοημένες μνήμες και τις ενοχές του, με τα βαθιά χαραγμένα βιώματα ενός «ορφανού του Τσαουσέσκου»—με όλα όσα ναρκοθετούν την προσπάθειά του να αντιπαρατεθεί στον εαυτό του και να αντιμετωπίσει τις εμμονές και τις βεβαιότητές του.

 

Η μοναξιά και το αδιέξοδο πλαισιώνουν τον ήρωά σας, τον Ν., στον οποίο μάλιστα δεν δίνετε παρά μόνο το αρχικό του ονόματός του. Μιλάτε για τους μετανάστες που δεν είναι παρά μόνον αριθμοί και αρχικά γράμματα στις χώρες υποδοχής;
Ο Ν. δεν αποτελεί μετανάστη που ξεβράστηκε σε μία χώρα υποδοχής. Κουβαλά όμως χαρακτηριστικά μετανάστη σε πολλά επίπεδα: επιστημονικός μετανάστης από την Αθήνα στην Οξφόρδη, ακουσίως μετανάστης από κάποιο ρουμάνικο ορφανοτροφείο σε μια ελληνική ανάδοχη οικογένεια, αγωνιώδης μετανάστης από το τοπίο των αναμνήσεών του στην ψυχαναγκαστική καθημερινότητα που χτίζει για τον εαυτό του – εν ολίγοις υπεράριθμος σε οποιονδήποτε τόπο και χρόνο, ακόμα κι εντός του ίδιου του του σώματος.

 

Η μητέρα του ήρωά σας φαίνεται να είναι το μοναδικό σημείο της επαφής του με ό,τι θα λέγαμε «ανθρώπινο». Τελικά, η στοργή –περιλαμβανομένης της μητρικής στοργής- είναι μονίμως το ελλείπον στοιχείο της ζωής;
Δεν είμαι βέβαιος. Δεν έχω απάντηση εν ονόματι της πραγματικότητας. Σε ό,τι αφορά στον ήρωα του «Καρυότυπου» πάντως, η αντίφαση ανάμεσα στην έλλειψη στοργής (όταν ήταν στο ορφανοτροφείο) και στην όψιμη υπερπροσφορά της (αφού υιοθετήθηκε) είναι η γενεσιουργός αιτία των επιλογών του.

 

Πιστεύετε ότι η προσωπική μας αλήθεια υπάρχει μόνον μέσα στις αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας;
Είναι κρίσιμα τα πρώτα μας βιώματα, καθοριστικά. Εκεί η μνήμη αποκτά τα πρώτα της φίλτρα – τα οποία στη συνέχεια συμπληρώνει η εμπειρία. Όμως, αυτά τα πρώτα βιώματα, κάπως σαν πατημασιές σε φρέσκο χιόνι, αφήνουν ένα ιδιαίτερο ευκρινές αποτύπωμα. Κι αν επιστήμη ακόμα ψάχνει, και θα ψάχνει για καιρό, οριστική απάντηση, η λογοτεχνία είναι εδώ για να μας υπενθυμίζει το ερώτημα.

 Για το βιβλίο σας έχουν γραφτεί θετικότατες κριτικές, που σημαίνει ότι με την πρώτη ανεβάσατε τον πήχη ψηλά. Θέλετε να μας πείτε για τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;
Ο “Καρυότυπος” υπήρξε το απόσταγμα (σχεδόν) μιας πενταετίας γράψε-σβήσε. Δεν έχω σχέδια. Γράφω – άλλοτε λίγο, άλλοτε περισσότερο, όμως πάντοτε αργά – με τον φόβο πως δεν έχω τίποτα να πω. Σβήνω από ανησυχία πως παραείπα πολλά. Από κάπου εκεί ανάμεσα θα ξεπηδήσει, ελπίζω, το δεύτερο βιβλίο μου. Οψόμεθα, αν και στο μυαλό μου ήδη (μάλλον) τριγυρνά το τίτλος του.

 
Ο ήρωάς σας κυνηγάει στην ευτυχία σε πλαίσιο δυστυχίας και απαισιοδοξίας. Βλέποντας λοξά την πραγματικότητα,θα μας πείτε ποια στοιχεία συνιστούν την ευτυχία για εσάς;
Αφού σημειώσω πως ο Ν. μάλλον δεν κυνηγά την ευτυχία, μάλλον κυνηγά να απαξιώσει το ρόλο της, να την αποκυρήξει, μπορώ (ίσως) να ορίσω την ευτυχία όπως την όριζα παιδί (ιδού λοιπόν ένα πρώτο βίωμα): κάθε τι που με κάνει να θέλω να κοιμηθώ νωρίς, ώστε να μικρύνει τεχνητά η απόσταση ως το ξύπνημα, όταν και θα πάω να το συναντήσω.

 

 Θεωρείτε πως η σημερινή γενιά των 30άρηδων και κάτι, η γενιά με τα πολλά πτυχία και τις γνώσεις, θα έχει την προσδοκία να ζήσει τη φυσιολογική ζωή – μια ζωή που προσδοκούσε και λίγο-πολύ κατάφερε να ζήσει η προηγούμενη γενιά των γονιών τους;
Η γενιά στην οποία αναφέρεστε, άνθρωποι γεννημένοι από τα μέσα του ’70 ως και τις αρχές του ’90, βιώνουν σήμερα μια δριμύα αλλαγή: ενώ πριν λίγα χρόνια ήταν η γενιά «που τα βρήκε όλα έτοιμα», μεταμορφώθηκε ακαριαία στη γενιά που «δεν μπορεί να θεωρεί τίποτα δεδομένο». Αυτή η κοινή, αμφίσημη, ταυτότητα που κουβαλάνε τόσοι άνθρωποι είναι η πηγή του φόβου και της μοναξιάς τους. Δεν είναι άλλωστε ενδεικτικό πως μέχρι πρόσφατα η ελληνική λογοτεχνία σχεδόν την αγνοούσε, ενώ τώρα την τοποθετεί – με το ζόρι ή όχι, μένει να φανεί – στο επίκεντρο της θεματικής της;

 

 «Οι άνθρωποι γνωρίζονται και χάνονται κατά τύχη», αναφέρετε σε κάποια σελίδα· πόσο αληθινό είναι το θέμα της τυχαιότητας στη ζωή μας;
Στους φοιτητές μου λέω συχνά: μην αφήνετε τίποτα στην τύχη, αλλά ποτέ μην υποτιμάτε τη συμβολή της. Η θεωρία της Εξέλιξης των ειδών έχει την τυχαιότητα στη βάση της, ενώ η εντροπία, μια από τις θεμελιώδεις αρχές του φυσικού κόσμου, είναι η κορύφωση του χαοτικά τυχαίου. Στη λογοτεχνία, πάντως, η σύμπτωση, η συγκρία, η τύχη οφείλουν να είναι καλοκουρδισμένα εργαλεία της αφήγησης.

 

Γιατί ένας αποξενωμένος από όλους νέος άνθρωπος να τραβά συνεχώς φωτογραφίες και να ενημερώνει συχνότατα το στάτους του με αναρτήσεις οι οποίες, ακόμα κι όταν κραυγάζουν, αφήνουν παγερά αδιάφορους τους διαδικτυακούς του φίλους;
Τόσο τα “στάτους” στο facebook, όσο και οι φωτογραφίες με το κινητό του τηλέφωνο, αποτελούν εγγραφές της πραγματικότητας – είναι, δηλαδή, παραλλαγές της μνήμης και ο Ν., κατά δήλωσή του, «πάσχει από μνήμη, από υπερβολική μνήμη». Κι έχετε δίκιο, οι αναρτήσεις του κραυγάζουν μοναξιά, αλλά αναρωτιέμαι πόσο δεκτικά είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις συνδηλώσεις της μοναξιάς. Σε κάθε περίπτωση, ο Ν. δεν είναι εκτός πραγματικότητας· στον 21ο αιώνα τόσο τα κινητά τηλέφωνα όσο και το διαδίκτυο είναι συστατικά της καθημερινότητας και η λογοτεχνία δεν μπορεί να τα αγνοεί.

 
Ποιους συγγραφείς θαυμάζετε; Ποιοι σας επηρέασαν; – εντός κι εκτός Ελλάδας.
Μου είναι αδύνατον να αποδελτιώσω τις επιρροές μου. Παραδόξως, ίσως, καθοριστικά για εμένα υπήρξαν τα αφηγηματικά στυλ που δεν ήθελα να μιμηθώ (γιατί η γραφή είναι μίμηση ενός μείγματος αφηγήσεων που έχει κανείς διαβάσει και χωνέψει).
Ξεκινώντας με τους Έλληνες – και πάντα υπό την αίρεση της βραχείας μνήμης μου – θα ήθελα να αναφερθώ στον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο (για τις δωρικές συνθέσεις μικρής φόρμας), στον Θανάση Βαλτινό (για τον χειρισμό του αφηγηματικού χωρόχρονου και του ιστορικού τοπίου), στον Μισέλ Φάις (για την πολυφωνικότητα και το χειρουργικό θρυμματισμό της γραφής του), στη Μαρία Μήτσορα (για τη «μη γειωμένη» πρόζα της), στον Τάσο Χατζητάτση (για τη συναισθηματική πύκνωση των διηγημάτων του) και στον Δημήτρη Χατζή (για σχεδόν κάθε λέξη του).
Συνεχίζοντας με τους ξένους: στον Raymond Carver (για την ζωτική αποτύπωση των λεπτομερειών της πραγματικότητας), στον Cormac McCarthy (για τον απέριττο λόγο), στον Max Frisch (για το “Man in the Holocene”), στoν W.G. Sebald (για την αψεγάδιαστη πολυλογία του), στον Elias Canetti (για τη συναίρεση Ιστορίας και ιστορίας), τον Thomas Bernhard (για τη χρήση των επαναλήψεων), στον Fyodor Dostoevsky (για την εμβύθιση στα ανθρώπινα πάθη), και στον νομπελίστα ποιητή Tomas Tranströmer (για την Μπεργκμανική αναπαράσταση του κόσμου γύρω μας).

Καρυότυπος,
με υπαρξιακές απορίες και επιστημονικά ερωτήματα

Είπαν για το βιβλίο:

Ο Καρυότυπος είναι καλώς συγκερασμένο μυθιστόρημα. Η έκδοση, που φρόντισε με σπάνιο μεράκι η Γιώτα Κριτσέλη, είναι κόσμημα, ανεπίληπτη. Σωστά ο μετρ Αχιλλέας Κυριακίδης εκθείασε τις αρετές του βιβλίου, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για ένα εντυπωσιακό πεζογράφημα, ακριβές και χαμηλόφωνο σαν ταινία του Robert Bresson. Δεν υπάρχει ψεγάδι. Ο Παπαντώνης παρασύρει τον αναγνώστη μεθοδικά στην παγίδα στην οποία έχει πέσει ο ήρωάς του, ο μοριακός βιολόγος που δεν έχει καν όνομα, που δεν έχει τρόπο να αναδιευθετήσει τις μνήμες του έτσι ώστε να γίνουν αναμνήσεις που ωθούν στο μέλλον με φόρα και με φορά, να γίνουν εφαλτήρια πράξεων, να γίνουν πυροκροτητές εντάσεων.(Γ.Ίκαρος Μπαμπασάκης-Lifo)


Ο πρωτοεμφανιζόμενος Ακης Παπαντώνης (γεν. 1978) εκμεταλλεύεται τις σπουδές του στη βιολογία για να συνθέσει μια πυκνή, ερμητική αφήγηση, όπου συναρμόζονται διακαείς υπαρξιακές απορίες και εργαστηριακά, τρόπον τινά, ερωτήματα. Η επιστημονική κατάρτιση του ήρωα δεν τον εμποδίζει να δείχνει ιδιαίτερα ευάλωτος απέναντι στο αντικείμενο των ερευνών του. Ο Παπαντώνης υποδεικνύει ευρηματικά την αλληλεπίδραση μεταξύ του μοριακού ερευνητή και του πειραματικού υλικού. Οι σύντομες, παρέμβλητες σημειώσεις, διατυπωμένες στο ιδιόλεκτο της βιοχημείας, σχετικά με την εξέλιξη των πειραμάτων του, αντανακλούν πλαγίως την παθογένεια του ψυχισμού του. Ποντίκια, λόγου χάριν, που δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν φυσιολογικά μετά τη μητρική απώλεια, εμφάνιζαν «υπερευαισθησία ως προς οποιοδήποτε εξωτερικό ερέθισμα», φοβική συμπεριφορά, συμπτώματα αυτισμού και ελλιπή αίσθηση προσανατολισμού.(Λίνα Πανταλέων-Καθημερινή)

Το παράδοξο μ' αυτό το βιβλίο είναι ότι δεν κινείται τίποτα κι όμως ο αναγνώστης δεν κουράζεται από την τόση στασιμότητα. Η ιστορία κάνει βήματα σημειωτόν ή, καλύτερα, χαράζει μια σπειροειδή τροχιά που δεν μετακινεί την υπόθεση παρά μόνο μερικά μέτρα· κι όμως, όποιος μπει στην τροχιά της περιμένει να κλείσει ο κύκλος και να βρεθεί στην αρχή της νουβέλας, όταν ο μοναχικός λύκος βρίσκει ακαριαίο θάνατο στα χιονισμένα δρομάκια της Οξφόρδης.
(Γ.Περαντωνάκης,Bookpress)

Χαριτίνη Μαλισσόβα

 

Σύντομο βιογραφικό:

 
O Άκης Παπαντώνης (Αθήνα, 1978) σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εργάστηκε και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το 2013 εξελέγη Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας. Έχει δημοσιεύσει πεζά σε ελληνικά και αγγλόφωνα λογοτεχνικά περιοδικά, κριτικά σημειώματα στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ενώ διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους. Ο «Καρυότυπος» (Κίχλη, 2014) είναι το πρώτο του βιβλίο.